ΑΠΟΘΕΣΘΕ ΚΑΙ ΥΜΕΙΣ ΤΑ ΠΑΝΤΑ
“Νυνὶ δὲ ἀπόθεσθε καὶ ὑμεῖς τὰ πάντα, ὀργήν, θυμόν, κακίαν, βλασφημίαν, αἰσχρολογίαν ἐκ τοῦ στόματος ὑμῶν· μὴ ψεύδεσθε εἰς ἀλλήλους, ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον σὺν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ καὶ ἐνδυσάμενοι τὸν νέον τὸν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ᾿ εἰκόνα τοῦ κτίσαντος αὐτόν (Κολοσ. 3, 8-10)
“Τώρα ὅμως πετάξτε τα ὅλα αὐτὰ ἀπὸ πάνω σας· Τὴν ὀργή, τὸν θυμό, τὴν πονηρία, τὴν κακολογία καὶ τὴν αἰσχρολογία. Μὴ λέτε ψέματα ὁ ἕνας στὸν ἄλλο, ἀφοῦ βγάλατε ἀπὸ πάνω σας τὸν παλιὸ ἁμαρτωλὸ ἑαυτό σας μὲ τὶς συνήθειές του. Τώρα πιὰ ἔχετε ντυθεῖ τὸν καινούριο ἄνθρωπο, ποὺ ἀνανεώνεται συνεχῶς σύμφωνα μὲ τὴν εἰκόνα τοῦ δημιουργοῦ του, ὥστε μὲ τὴ νέα ζωή του νὰ φτάσει στὴν τέλεια γνώση τοῦ Θεοῦ”.
Ο σύγχρονος άνθρωπος, και κατ’ επέκτασιν και πολλοί εξ ημών των χριστιανών, ταυτίζουμε τους ηθικούς κανόνες που χαρακτηρίζουν την συμπεριφορά μας με ηθικολογία, αρκεί να μην προκαλούμε μη διαχειρίσιμο κακό στους άλλους. Τα πάθη μας τα θεωρούμε δικαιώματα. Μια φράση κυριαρχεί: “και τι έγινε;”. Γι’ αυτό και έχουμε λησμονήσει ότι με το να μην ελέγχουμε τον εαυτό μας, τον “παλαιό άνθρωπο”, στην πραγματικότητα υπονομεύουμε όχι μόνο την σχέση μας με τον συνάνθρωπο, αλλά και αυτήν με τον Θεό. Άλλωστε, ας μην ξεχνούμε ότι για την πίστη η σχέση με τον πλησίον θεωρείται ενταγμένη στο πλαίσιο της ζωής της Εκκλησίας, δεν είναι γεγονός δικαιώματος, αλλά γεγονός κοινωνίας, δηλαδή σχέσης που γίνεται ζωή, καθώς ξεκινά από την συνάντησή μας με τον Χριστό, την κοινωνία του Σώματος και του Αίματός του στην θεία λειτουργία και την βίωση της καινής κτίσης σε κάθε στιγμή της ζωής μας.
Γι’ αυτό και η Εκκλησία δεν παύει να μας υπενθυμίζει έναν πολύ δυνατό λόγο του αποστόλου Παύλου στην επιστολή του προς τους Κολοσσαείς: “πετάξτε από πάνω σας την οργή, τον θυμό, την πονηρία, την κακολογία και την αισχρολογία και μη λέτε ψέματα ο ένας στον άλλο”. Οι προτροπές αυτές δεν έχουν να κάνουν μόνο με μία αλλαγή της συμπεριφοράς. Αν ίσχυε αυτό, θα ήταν αρκετό ένας άνθρωπος να είναι καλός, διότι δεν ενοχλεί τον συνάνθρωπό του, είναι ευγενικός και ειλικρινής. όμως η πίστη δεν αρκείται στην συμπεριφορά. Ζητά την διαρκή ανακαίνιση του ανθρώπου, ώστε να ενεργοποιήσει εντός μας την εικόνα του Θεού που μας δημιούργησε και να φτάσουμε έτσι στην χαρά της αγιότητας, δηλαδή στην κατά χάριν ομοίωση του Θεού εις Χριστόν. Αυτό σημαίνει να γίνει η ύπαρξή μας αγαπώσα, φωτεινή, ανοιχτή σε όλους τους ανθρώπους σε αυτόν τον κόσμο, αλλά και προσδοκούσα την βασιλεία του Θεού.
Οι προτροπές του Παύλου αγγίζουν ό,τι κάνει τον άνθρωπο να απομακρύνεται από τον πλησίον του, να γίνεται εχθρός του. Η οργή είναι ο διαρκής θυμός που γίνεται πάθος για εκδίκηση και καταστροφή του πλησίον. Ο θυμός είναι η ένταση της στιγμής που θολώνει τον νου και την καρδιά του ανθρώπου, καθώς τον καθιστά αιχμάλωτο της σκέψης ότι έχει δίκιο και ο άλλος τον προσβάλλει. Η κακία είναι η μνησικακία, ο συνδυασμός θυμού και οργής που λειτουργεί παρατεταμένα στον χρόνο, με αποτέλεσμα η καρδιά μας να δηλητηριάζεται. Βλασφημία αποκαλεί τις ύβρεις με τις οποίες οι άνθρωποι “στολίζουμε” τους συνανθρώπους μας, πολλές φορές εκ νεότητος ημών. Αισχρολογία είναι τα αισχρά λόγια τα οποία εκπορεύονται από το στόμα μας, όχι κατ’ ανάγκην για να προσβάλουμε τους άλλους, αλλά για να εκφράσουμε την εξάρτησή μας από πάθη μας, ιδίως σαρκικά, να εκτονωθούμε και να γελάσουμε με τρόπο συχνά πρόστυχο, μόνο που δεν αντιλαμβανόμαστε ότι μολύνουμε και το στόμα και την ψυχή μας. Το ψέμα, τέλος, είναι η μίμηση του διαβόλου, ο οποίος είναι ο πατήρ του ψεύδους και της συκοφαντίας, και αποσκοπεί στην ατομική μας δικαίωση ή στην δικαιολόγηση των πράξεών μας ή στην εξαπάτηση του άλλου, διαλύοντας έτσι την ειλικρίνεια στις σχέσεις μας με τον συνάνθρωπό μας και μη αναλαμβάνοντας την ευθύνη για τα λάθη μας.
Για να εκπληρωθούν αυτές οι προτροπές, χρειάζεται αγώνας. Χρειάζεται απόφαση ότι ο πλησίον μας είναι και αυτός εικόνα του Θεού και ότι, όσο τραυματισμένος είναι εκείνος εκ των παθών και των αδυναμιών του, τόσο είμαστε κι εμείς, ώστε να μην θεωρούμε ότι δικαιούμαστε να απαιτούμε από αυτόν ό,τι εμείς δεν μπορούμε να πετύχουμε για τον εαυτό μας. Κάθε στιγμή ας ξεκινούμε από την αρχή. Και ας βλέπουμε ότι τον παλαιό άνθρωπο τον αφήσαμε στην άκρη την στιγμή του βαπτίσματος, ωστόσο αυτός επανέρχεται μέσω της προαιρέσεώς μας, μέσω δηλαδή της καρδιάς μας όταν αυτή δεν παλεύει να ελευθερωθεί από τα πάθη που ριζώνουν μέσα μας λόγω του χαρακτήρα μας, της ανατροφής μας, της κληρονομικότητάς μας, του περιβάλλοντος και των δικαιωμάτων τα οποία επικαλούμαστε ακολουθώντας τον πολιτισμό μας. Και ο αγώνας ξεκινά από την απόφαση να αγαπήσουμε τον πλησίον όπως τον εαυτό μας, να συνυπάρξουμε στην Εκκλησία, να υπομείνουμε και να επιμείνουμε, κυρίως όμως μέσα από την αυτοκριτική και την αυτογνωσία που μας λείπει, καθώς λειτουργούμε με εξωστρέφεια και όχι με συνείδηση τού ποιοι είμαστε και σε τι υστερούμε. Το κύριο όπλο μας όμως είναι η μετοχή μας στο δείπνο της ευχαριστίας. Η απόφασή μας να πούμε “ναι” στην κλήση του Θεού μάς ενισχύει στον αγώνα να αφήσουμε κατά μέρος τον παλαιό άνθρωπο και να ανακαινιζόμαστε. Δεν είναι μόνο για τους τέλειους η θεία κοινωνία, αλλά κυρίως, για εμάς τους αμαρτωλούς, ώστε να αποκτούμε περαιτέρω επίγνωση και να δοξάζουμε τον Θεό που μας αγαπά.
Ο κόσμος μας αδιαφορεί για τα πάθη και δικαιολογεί εύκολα την κακή συμπεριφορά. Δεν είναι από αγάπη, αλλά για να μην αλλάξουμε, καθώς αυτό θέλει κόπο. Καθώς πλησιάζουμε στην “μητρόπολη των εορτών”, τα Χριστούγεννα, ας ξαναδούμε τον μέσα κόσμο μας και ας βάλουμε αρχή. Η σχέση μας με τον Θεό και τον συνάνθρωπο είναι το κλειδί για να έχουμε χαρά αυθεντική και ζωή που δεν νικιέται από το πρόσκαιρο. Και τότε και η γιορτή έχει νόημα γέννησης Χριστού στις καρδιές μας!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
11 Δεκεμβρίου 2022
ΙΑ’ Λουκά- των Προπατόρων