Αξίζει να διαβάσειςΒιβλίαΚαρφιτσωμέναΚοινωνικάΣκέψεις, και προβληματισμοί

ΝΙΚΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ ΠΕΝΤΖΙΚΗΣ, “ΑΝΤΡΕΑΣ ΔΗΜΑΚΟΥΔΗΣ ένας νέος μονάχος”

2 1bf54895 488e 4e50 8e0d 5a2f55c29d0c 724x1024ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 116- ΝΙΚΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ ΠΕΝΤΖΙΚΗΣ, “ΑΝΤΡΕΑΣ ΔΗΜΑΚΟΥΔΗΣ ένας νέος μονάχος”, εκδόσεις Εν Πλω, σειρά ΔΟΜΟΣ 

Ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης (1908-1993), ο πεζογράφος της Θεσσαλονίκης, το 1935 δημοσιεύει τον “Αντρέα Δημακούδη”, ένα μυθιστόρημα χωρίς δράση και χωρίς πλοκή, όμως με έναν εσωτερικό μονόλογο που περιγράφει μία ιστορία ενός έρωτα απελπισμένου. Ο ήρωας του  συγγραφέα αποτυπώνει τα βιώματα μιας ύπαρξης, η οποία θέλει να ζήσει πιο πάνω από ό,τι μπορεί, λειτουργώντας προφητικά σε έναν κόσμο, ο οποίος προσπαθεί κι αυτός να ζήσει πιο πάνω από ό,τι οι δυνάμεις του ανθρώπου μπορούνε. ο Δημακούδης σπουδάζει σε μια πόλη της Ευρώπης, κάπου στη Γερμανία. Οι δικοί του επενδύουν στη γνώση. Τον στηρίζουν, παρότι οικονομικά δεν είναι πλούσιοι, για να μπορέσει να γυρίσει στον τόπο του και, γιατί όχι, να φροντίσει τη γη, καθότι βοτανολόγος- γεωπόνος. Είναι το όραμα του Έλληνα, να γίνει επιστήμονας, όχι για να μείνεις εις τας Ευρώπας, αλλά για να μπολιάσει με τη γνώση του τη γη του. Να συνθέσει την παράδοσή του με τη γνώση της Δύσης, για να κάνει τον τόπο του να καρπίσει πιότερο. Και θυσιάζει χρήμα, χρόνο, διάθεση, εισερχόμενος στον πειρασμό της ανέμελης ζωής, αλλά και μιας ενηλικίωσης που χαρακτηρίζεται από τον απογαλακτισμό που ο έρωτας φέρνει, μόνο και μόνο για να βρει την ταυτότητά του. Τον βλέπουμε, σαν έναν άλλον Οδυσσέα, να περιδιαβαίνει την πόλη στην οποία ζει, να βλέπει τις λεπτομέρειές της, να περιδιαβαίνει και τον νόον των ανθρώπων, από όπου κι αν κατάγονται. Μα μέσα του κρατά το όνομα του Διγενή, του Ίωνα (σ. 11), αυτού που θα βρει το φάρμακο που θα γιατρεύει αρρώστιες, διότι ο Έλληνας μεγαλώνει με την έγνοια για τον άλλο, μεγαλώνει με το “κοινωνείν”.

Και πάντα θυμάται. “Μετά , έως την ώρα που θα πλάγιαζε, δεν θα καταλαμβάνονταν από τον φόβο του κενού και άδειου. Θ διάλεγε ένα βιβλίο. Μια ιστορία θαλασσινή. Μια έκδοση άνετη κι ευχάριστη, με σωστή αναλογία γραμμάτων και λευκού περιθωρίου, σε καλή ποιότητα χαρτιού. Θα καθότανε μισοξαπλωμένος στην πέτσινη πολυθρόνα. δεν θ’ απασχολούνταν με τον συρφετό των σκέψεων. Το σώμα του ολόκληρο θα έσβηνε σε μια γλυκόπικρη γεύση, δημιουργική εικόνων γεμάτων ηδονή κι ευχαρίστηση. Θα ‘βλεπε ένα κομμάτι θάλασσα. Πρωινό καλοκαιριάτικο. Θα μπορούσε να προσδιορίσει επακριβώς τι ώρα ήταν. Διακρίνονταν ακόμα το ρόδινο της αυγής πάνω στη στρωτή, σαν από μέταλλο άσπρο, επιφάνεια όπου σημειώνονταν με χρώμα μαβί η κάθε τυχαία πτυχή. Προχωρούσε σε κάποια εξέδρα ξύλινη δίχως κάγκελα. Από κάτω διακρίνονταν τα στενά ψηλά δοκάρια που μαύρα βυθιζόντουσαν στα νερά. Τίποτα άλλο δεν διέκρινε η όραση. Μόνος του ο νους συμπλήρωνε την εικόνα. Πρόσθετε κάποια βάρκα δεμένη με παλαμάρι ή όρθιον πάνω στην εξέδρα, δυσανάλογα μεγάλον, ασπροφορεμένο και με χρυσά γαλόνια, έναν αξιωματικό του ναυτικού. Όμως στην απλή παράσταση που αναπολούσε η όραση συνυπήρχε, απροσδιόριστος σαν ήχος μακρινός, η αφή του νερού, η έκταση, το νόημα του αλαργινού ταξιδιού. Ένα φως πλημμύριζε τις αισθήσεις του, νοτίζοντας από πόρους μυστικούς τα μέσα σπλάχνα του. Επανέρχονταν τότε σ’  έναν τόπο αμετακίνητο, αραγμένο στους ευτυχισμένους καιρούς” (σσ.9-10).

Ο ήρωας θα αποτύχει. Παρότι θα ερωτευτεί γνήσια, θα νικήσει πειρασμούς χρήσης των άλλων προς ίδιον όφελος (βαθιά θεολογική θεώρηση του έρωτα, να δίνεσαι και όχι να χρησιμοποιείς ως αντικείμενο τον άλλο, όπως δυστυχώ κάνει η νοοτροπία του ψυχολογικοποιημένου πολιτισμού μας), εντούτοις θα νικηθεί από την ελευθερία του άλλου. Ο ανεκπλήρωτος έρωτας δεν έχει να  κάνει με τις προθέσεις μας, παρότι ουδείς τέλειος. Έχει να κάνει και με το τι θέλει ο άλλος. Και στην περίπτωση του Αντρέα Δημακούδη η Δδα Ρενέ Σαίγκερ, παρότι γοητεύεται, δεν ανταποκρίνεται. Η Δύση, παρότι γοητεύεται από την αγάπη, την ευγένεια, την αρχοντιά του Ελληνισμού, δεν υποκύπτει σ’  αυτόν. Ακολουθεί τον δικό της δρόμο. Αυτόν της παραμονής στα ίδια, στην εκκοσμίκευση (χαρακτηριστική η αναφορά του συγγραφέα στην ανταπόκριση της Σαίγκερ στο φλερτ του Αμερικανού και του Πολωνού φοιτητή με κινηματογράφο και εξόδους, ίσως υπονόηση ότι Αμερικανοί και Σλάβοι δεν μπορούν να νιώσουν τον Έλληνα, παρότι δεν τον αφήνουν μόνο του), στο πρόγραμμα, στον θρίαμβο της γοητείας που η επιφάνεια της ομορφιάς προκαλεί, η άρνηση να μπει στο βάθος των συναισθημάτων του άλλου.

                “Εκείνος της έλεγε για το σπίτι του, για τον μικρό ανιψιό του, για την πατρίδα του. Από τα βιβλία που είχε διαβάσει τα περισσότερα ήταν ηθογραφίες ή ποιήματα απάνω σε μοτίβα από δημοτικά τραγούδια. Περιορισμένος στην μητρική του πόλη, είχε σχηματίσει με τη φαντασία του μια εικόνα ιδανική της ζωής του λαού της πατρίδας του. Είχαν πολεμήσει για την ελευθερία τους. Ζούσαν τριγυρισμένοι από την ωραιότερη φύση. Δουλεύανε οι γυναίκες, κάναν στον αργαλειό τα ωραιότερα κεντήματα. Στις γιορτές πανηγύριζαν. Στο μεσοχώρι, μπροστά στην εκκλησία, στήναν χορό. Ο ίδιος δεν ήξερε να χορεύει λαϊκούς χορούς, τους έβρισκε όμως υπέροχους. δεν είχαν βάρβαρο αγκάλιασμα, ένα μαντίλι συνέδεε τα χέρια. Χορός γεμάτος κίνηση όπου φάνταζαν τα λαμπρά κορμιά. Μπορεί να υπέφεραν στο χωριό, όμως πάντα βγαίναν νικητές στη ζωή. Ο Χάρος τους έπαιρνε ύστερα από λεβέντικο πάλεμα και δεν θα νικούσε αυτός ποτέ, αν δεν μεταχειριζόταν απάτες. Κάθε χωριό είχε τον δικό του ήρωα. Τα τσομπανόπουλα που βόσκουν τα κοπάδια απάνω στους γκρεμούς, με την γκλίτσα στο χέρι και την κάπα με την κουκούλα ριγμένη στους ώμους, έχουν περισσότερες λαχτάρες, γίνονται ήρωες σε πόλεμο και σε αγάπη. Μπορεί οι άνθρωποι της πολιτείας να μην αξίζουν στην Ελλάδα, ο ίδιος λογάριαζε να κατοικήσει σε χωριό, όμως ο τόπος και ο λαός είναι καλύτεροι. Μιλούσε μ ε φανατισμό. Θεωρούσε την πατρίδα του ασύγκριτα καλύτερη απ’ όλες. Είπε ότι για να γνωρίσει την πατρίδα του θα της μετέφραζε ένα διήγημα του Καρκαβίτσα. Ο Καρκαβίτσας είν’ ένας μεγάλος επικός ποιητής, παρ’ όλο που δεν είχε γράψει σε στίχους. Ζωγράφισε την ελληνική ζωή του αγρότη και του ναύτη. Της είπε ότι έπρεπε να διαβάσει Παλαμά. Υπήρχε μια εκλογή των έργων του στα γαλλικά. Εκείνη τον κοίταζε με μειδίαμα. Του θύμισε πως είχε περάσει η ώρα. Εκείνος δυσκολεύτηκε να σηκωθεί. Τόσο ένιωθε καλά καθισμένος απέναντι να τη βλέπει κι αυτή να τον ακούσει να μιλά. Τώρα θα χρειάζονταν πάλι να κατέβει σ’  έναν κόσμο ξένο, μονάχος” (σσ. 38-39).

Ο Δημακούδης θα τερματίσει την πάλη του να κάνει την Σαίγκερ να τον ερωτευτεί με το ρίξιμο του εαυτού του στο ρεύμα του μεγάλου ποταμού. Θα γίνει ο πεθαμένος που θα προσδοκεί την ανάσταση, όπως θα επιγράψει ένα επόμενο μυθιστόρημα ο συγγραφέας το 1938. Όμως η επανέκδοση του “Αντρέα Δημακούδη” από τις εκδόσεις ΕΝ Πλω, σειρά ΔΟΜΟΣ, είναι μία εξαιρετική ευκαιρία για όσους δεν είχαμε διαβάσει αυτό το μικρό αριστούργημα να προβληματιστούμε για μία εισέτι φορά πάνω στον άνθρωπο, την ταυτότητά του, τον πολιτισμό μας, την νεοελληνική ταυτότητα και παράδοση, να αναρωτηθούμε τι θέλουμε εμείς στον κόσμο της Ευρώπης, τι θέλουμε εμείς στον κόσμο της Δύσης. Είναι λύση η παραίτηση, όπως αφήνει να εννοηθεί ο συγγραφέας, έστω και με τη χαρά ότι είδαμε, ότι γευτήκαμε τη συνάντηση, τον έρωτα, πήρε η πορεία μας νόημα. Ή χρειάζεται να μείνουμε και να παλέψουμε, με ό,τι η αρματωσιά μας έχει ως εφόδια;

Ο Δημακούδης δεν μπορεί να ακολουθήσει μια συμβατική ζωή. Παρότι η περιουσία του είναι ελάχιστη, δανείζεται όχι για να κάνει την μεγάλη ζωή, αλλά για να αισθάνεται αυθεντικά κοινωνικός, να κάνει δώρο λίγα λουλούδια ή ένα φαγητό, μια αγκαλιά βιβλία, να περιποιηθεί τον εαυτό του ώστε να είναι αξιοπρεπώς όμορφος. Και βέβαια, πάντα φροντίζει να επιστρέφει τα χρέη του. Δεν αισθάνεται ότι το δούναι και λαβείν είναι οδηγός προς την αναισθησία. Κρατά το φιλότιμό του. Και παρότι συναντά γυναίκες που τον ερωτεύονται, δεν μπορεί να συμβιβαστεί ούτε με το ακαλαίσθητο, ούτε με το συμβατικό, ούτε με το λίγο. Τα θέλει όλα, στο μέτρο της ψυχής του.

Όλα ο Πεντζίκης τα περιγράφει μέσα από το πρόσωπο του ήρωα. Οι δικές του σκέψεις, τα δικά του συναισθήματα κινούν το μυθιστόρημα. Με μια γλώσσα αριστουργηματική, που δεν χορταίνεις να την διαβάζεις, γλώσσα ελληνική, ποιητική, ζεστή, λεπτή, ο πεζογράφος της Θεσσαλονίκης μάς γοητεύει.

Έπαινος αξίζει στις εκδόσεις Εν πλω- σειρά ΔΟΜΟΣ που μας ξανάφεραν σε επαφή με έναν από τους πιο δυνατούς Έλληνες συγγραφείς του 20ού αιώνα. Ας τον διαβάσουμε.

π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός

14 Ιουνίου 2023

Tags

Related Articles

Back to top button

Χρησιμοποιούμε cookies για την καλύτερη λειτουργία της ιστοσελίδας μας

Close
Close