Αξίζει να διαβάσειςΚαρφιτσωμέναΚοινωνικάΠρόσωπαΣκέψεις, και προβληματισμοί

“ΠΡΟΣΦΕΡΑ ΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ ΜΟΥ ΣΤΟΝ ΘΕΟ ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΤΟΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΑ”

“ΠΡΟΣΦΕΡΑ ΤΗΝ ΚΟΛΑΣΗ ΜΟΥ ΣΤΟΝ ΘΕΟ ΚΑΙ ΤΟΤΕ ΤΟΝ ΚΑΤΑΝΟΗΣΑ”- 

ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 76- ΚΛΑΡΙΣΕ ΛΙΣΠΕΚΤΟΡ, “ΤΑ ΚΑΤΑ Α.Γ. ΠΑΘΗ”, μετάφραση Μάριος Χατζηπροκοπίου, εκδόσεις ΑΝΤΙΠΟΔΕΣ

Διαβάσαμε ένα συγκλονιστικό βιβλίο μιας σπουδαίας συγγραφέως: της Κλαρίσε Λισπέκτορ (1920-1977), που γεννήθηκε στο Τσετσέλνικ της Ουκρανίας από Εβραίους γονείς και έζησε τα περισσότερα χρόνια της ζωής της στην Βραζιλία, γράφοντας στην πορτογαλική γλώσσα. Το μυθιστόρημα, που εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1964, επιγράφεται “Τα κατά Α.Γ. πάθη“ (εκδόσεις ΑΝΤΙΠΟΔΕΣ, σε εξαιρετική μετάφραση ενός πολύ δύσκολου κειμένου από τον Μάριο Χατζηπροκοπίου). 

Μία γυναίκα στο Ρίο ντε Τζανέιρο τακτοποιεί το διαμέρισμά της, ξεκινώντας από το δωμάτιο της υπηρέτριας που έχει αποχωρήσει από το σπίτι. Θα συναντήσει μια κατσαρίδα κι εκεί θα ξεκινήσει ένα υπαρξιακό ταξίδι στο τώρα, μία αναζήτηση ταυτότητας στην οποία θα τεθούν όλα τα μεγάλα ερωτήματα του ανθρώπου. “Τι είμαι;”, αγάπη, θάνατος, νόημα, ελευθερία, κόλαση, παράδεισος, πρόσωπο, Θεός, φόβοι, ζωή, οι άλλοι. Κάθε λέξη, κάθε πρόταση είναι καταβύθιση στο εσώτερο είναι. Με μία μέθοδο που λειτουργεί αποφατικά (αρνείται να ταυτίσει την αλήθεια με την διατύπωσή της, αυθεντικά ορθόδοξης θεολογίας μέθοδος σε έναν κόσμο στον οποίο η αντίληψη για τον Θεό είναι ηθικιστική, συμπεριφορική, τιμωρητική) η Λισπέκτορ δίνει απαντήσεις μοναδικές στο μεγάλο ερώτημα: πώς συναντώ τον Θεό, πώς βρίσκω τον εαυτό μου, τι είναι το πιο δυνατό στοιχείο που μας κάνει να ζούμε. 

Οι απαντήσεις της Λισπέκτορ εκπληκτικές: “πρόσφερα την κόλασή μου στον Θεό και τότε τον κατανόησα”, “βρίσκω τον εαυτό μου μέσα από την παραίτηση από το εγώ μου, μέσα από την οδό του σταυρού”, “το πιο δυνατό της ζωής είναι η εμπιστοσύνη”, “ο κόσμος πορεύεται ανεξάρτητα από εμάς”, σημασία τελικά δεν έχει μόνο το “τι είμαι”, αλλά το “ανάμεσα σε ποιους είμαι”.

Κι όλα αυτά σε έναν κόσμο και σε έναν πολιτισμό ο οποίος μας κάνει να φοβόμαστε τον βαθύτερο εαυτό μας, να θέλουμε να κρυφτούμε από αυτόν, μας κάνει να φοβόμαστε την αλήθεια, να μην μπορούμε να αντικρίσουμε κατάματα τα πάθη μας, την ευτέλειά μας, γιατί θα σιχαθούμε ποιοι είμαστε, ενώ μόνο αν προσφέρεις ακόμη και το τίποτά σου, αν κατανοήσεις ότι η ένδεια είναι το κλειδί, η πείνα για ζωή, αγάπη, νόημα, θα μπορέσεις να ζήσεις αληθινά, έστω και για λίγο. 

Σταχυολογούμε ενδεικτικά μερικά αποσπάσματα και προτείνουμε ανεπιφύλακτα αυτό το εξαιρετικό μυθιστόρημα.

 Η ερώτησή μου, αν υπήρχε, δεν ήταν: ‘τι είμαι’, αλλά ‘ανάμεσα σε ποιους είμαι;’ “(σελ. 31) 

“Κάθε στιγμή ‘έλλειψης νοήματος’ είναι ακριβώς η τρομακτική βεβαιότητα πως το νόημα βρίσκεται εκεί και πως όχι απλώς δεν το φτάνω, αλλά και δεν θέλω να το φτάσω γιατί δεν έχω εγγυήσεις” (σελ. 40)

“Οι φρουροί της σαρκοφάγου δεν θα με άφηναν ποτέ πια να φύγω. Μου απαγόρευαν να βγω με τον εξής απλό τρόπο και μόνο: με άφηναν πλήρως ελεύθερη, αφού ήξεραν ότι δεν θα μπορούσα πια να βγω δίχως να σκοντάψω και να πέσω. Όχι πως ήμουν αιχμάλωτη αλλά ήμουν εντοπισμένη. Τόσο εντοπισμένη σαν να με είχαν βιδώσει εκεί με την απλή και μόνη χειρονομία του να με δείξουν με το δάχτυλο, να δείξουν εμένα και έναν τόπο” (σελ. 56)

“Για να μάθω τι πραγματικά είχα να ελπίζω, έπρεπε πρώτα να περάσω την αλήθεια μου; Σε ποιο βαθμό είχα ως τώρα επινοήσει έναν προορισμό, ενώ ταυτοχρόνως ζούσα υπογείως από κάποιον άλλο;” (σελ. 66)

“Τους κανονισμούς και τους νόμους ήταν ανάγκη να μην τους ξεχάσω, είναι ανάγκη να μην ξεχάσω πως χωρίς κανονισμούς και νόμους ούτε τάξη θα υπήρχε, ήταν ανάγκη να μην τους ξεχάσω και να τους υπερασπιστώ για να υπερασπιστώ τον εαυτό μου” (σελ. 67)

“Αν ούρλιαζα κανείς δεν θα μπορούσε να κάνει τίποτα πια για μένα. Ενώ, αν δεν αποκαλύψω ποτέ την ένδειά μου, κανείς δεν θα τρομάξει και θα με βοηθήσουν εν αγνοία τους” (σσ. 70-71)

“Γιατί από δω και πέρα δεν με έβλεπα, απλώς έβλεπα. Ένας ολόκληρος πολιτισμός που είχε υψωθεί, με την εγγύηση ότι αναμειγνύεται άμεσα αυτό που βλέπει κανείς με αυτό που νιώθει, ένας ολόκληρος πολιτισμός που είχε θεμελιωθεί πάνω στη σωτηρία- ε λοιπόν εγώ βρισκόμουν στα συντρίμμια του. Τον πολιτισμό αυτό μπορούν να τον αφήσουν πίσω τους μονάχα εκείνοι που ο ρόλος τους είναι ακριβώς το να αφήνουν πίσω τους: σε έναν επιστήμονα δίνεται η άδεια, σε έναν ιερέα δίνεται το ελεύθερο. Όχι όμως σε μια γυναίκα που δεν έχει καν τα εχέγγυα ενός τίτλου. Και εγώ ξέφευγα, με δυσφορία ξέφευγα” (σσ. 71-72)

“Κόλαση είναι ο κόσμος χωρίς εξανθρωπισμό, δίχως συναισθηματικοποίηση” (σελ. 79)

“Κατάλαβα πως ‘το να ζητάω’ ήταν ακόμη τα τελευταία απομεινάρια ενός κόσμου τον οποίο μπορούσε κανείς να επικαλεστεί και που γινόταν όλο και πιο απόκοσμος. Και αν συνέχιζα να θέλω να ζητάω ήταν για να γραπώνομαι ακόμη από τα τελευταία απομεινάρια του παλιού πολιτισμού μου, να γραπώνομαι ώστε να μην αφεθώ να συνθλιβώ από αυτό που τώρα με διεκδικούσε. Και στο οποίο- σε μια ηδονή δίχως ελπίδα- το να έχω δοκιμάσει ήταν ήδη η αρχή μιας κόλασης από θέλω, θέλω, θέλω…Ήταν άραγε η επιθυμία μου να θέλω δυνατότερη από την επιθυμία μου για σωτηρία;” (σσ. 83-84)

Τον θάνατο τον ήξερα εκ των προτέρων και ο θάνατος δεν με απαιτούσε ακόμη. Εκείνο όμως που ποτέ δεν είχα δοκιμάσει ήταν η σύγκρουση με τη στιγμή που λέγεται ‘τώρα’. Το σήμερα με απαιτεί σήμερα ακριβώς” (σελ. 88)

“Θέλω τον Θεό στο τώρα, όχι στην υπόσχεση” (σελ. 93)

“Το ουδέτερο ήταν η ζωή που παλιότερα αποκαλούσα τίποτα. Το ουδέτερο ήταν η κόλαση” (σελ. 95)

“Ο Θεός είναι μεγαλύτερος από την ουσιώδη ενοχή μου. Κι έτσι προτιμώ τον Θεό από την ενοχή μου. Όχι για να συγχωρηθώ και να ξεφύγω αλλά γιατί η ενοχή με μικραίνει” (σελ. 97)

“Ποιος, όπως εγώ, αποκαλούσε τον φόβο αγάπη; και τον πόθο αγάπη; και την ανάγκη αγάπη;” (σελ. 107)

“Όλοι φοβούνται να δουν τι είναι Θεός” (σελ. 108)

“Το δαιμονικό προηγείται του ανθρώπινου” (σελ. 113)

“Κόλαση δεν είναι το βασανιστήριο του πόνου. Είναι το βασανιστήριο μιας χαράς, μιας δαιμονικής χαράς που σε οδηγεί στην ζωντανή έρημο” (σελ. 116)

“Εμείς οι δύο φοβόμασταν πάντοτε την επισημότητά μου και την επισημότητά σου. Πιστεύαμε πως ήταν μια επισημότητα μορφής. Το μοναδικό πεπρωμένο με το οποίο γεννιόμαστε είναι αυτό της τελετουργίας. Αποκαλούσα τη ‘μάσκα’ ψέμα και δεν ήταν: ήταν η ουσιαστική μάσκα της επισημότητας. Έπρεπε να βάλουμε τελετουργικές μάσκες για να αγαπήσουμε ο ένας τον άλλον. Με το προπατορικό αμάρτημα χάσαμε τη δική μας μάσκα” (σσ. 130-131)

“Θέλεις να σε θυμηθείς μαζί μου;” (σελ. 133)

“Κόλαση είναι το να αγαπάς την τελετουργία της ζωής περισσότερο από τον ίδιο τον εαυτό σου, εκεί όπου όποιος έτρωγε το ζωντανό πρόσωπο του άλλου κυλιόταν στη χαρά του πόνου” (σελ. 136) 

“Αν καταφέρω να επιστρέψω από το βασίλειο της ζωής θα ξαναπιάσω το χέρι σου, και θα το φιλήσω με ευγνωμοσύνη γιατί με περίμενε, και περίμενε να περάσει ο δρόμος μου, και να επιστρέψω αδύνατη, λιμασμένη και ταπεινή: πεινώντας μόνο για το λίγο. Πεινώντας μόνο για το λιγότερο” (σελ. 140)

“Μόνο το έλεος του Θεού μπορούσε να με βγάλει από την τρομερή αδιάφορη χαρά που μέσα της λουζόμουν, ολοκληρωμένη” (σελ. 142)

“Ο πειρασμός της ηδονής. Ο πειρασμός είναι να τρως κατευθείαν από την πηγή. Ο πειρασμός είναι να τρως κατευθείαν από τον νόμο. Και η τιμωρία είναι μη θέλεις πια να πάψεις να τρως, και να τρως τον ίδιο σου τον εαυτό που είναι εξίσου βρώσιμη ύλη” (σελ. 144)

“Και στο λυγμό ο Θεός ήρθε σε εμένα, ο Θεός τώρα με καταλάμβανε ολόκληρη. Πρόσφερα την κόλασή μου στον Θεό… τα δάκρυα που κυλούσαν τώρα ήταν σαν δάκρυα αγάπης. Ο Θεός, που ποτέ δεν μπορούσε να γίνει κατανοητός από εμένα παρά μονάχα όπως εγώ Τον κατανόησα:  να με τσακίζει σαν ένα λουλούδι που όταν γεννιέται δεν αντέχει καλά καλά να σταθεί όρθιο και θαρρείς πως τσακίζει. Τώρα όμως, που ήξερα πως η χαρά μου ήταν η οδύνη, αναρωτιόμουν μήπως κατέφευγα σε έναν Θεό επειδή δεν άντεχα την ανθρωπιά μου… αυτή τη στιγμή, τώρα, μια αμφιβολία με ξαφνιάζει Θεέ, ζητάω τώρα μόνο μια βοήθεια, μα να με βοηθήσεις τώρα όχι σκοτεινά όπως με είσαι, αλλά αυτή τη φορά με διαύγεια και σε ανοιχτό πεδίο. Γιατί πρέπει να ξέρω ακριβώς αυτό: αισθάνομαι αυτό που αισθάνομαι ή αισθάνομαι αυτό που ήθελα να αισθάνομαι; ή αισθάνομαι αυτό που θα έπρεπε να αισθάνομαι; (σσ. 148-149)

“Είχα πουλήσει την ψυχή μου για να γνωρίσω. Τώρα όμως αντιλαμβανόμουν πως δεν την είχα πουλήσει στον δαίμονα, αλλά σε κάτι πιο επικίνδυνο: στον Θεό. Που με είχε αφήσει να δω. Αφού Εκείνος ήξερε πως δεν θα ήξερα να δω αυτό που είδα: η εξήγηση ενός αινίγματος είναι η επανάληψη του αινίγματος: Τι Είσαι; και η απάντηση είναι: Είσαι. Ως τι υπάρχεις; και η απάντηση είναι: ως αυτό που υπάρχεις. Ήμουν ικανή για την ερώτηση, μα όχι για να ακούσω την απάντηση” (σελ. 152)

“Η ελπίδα είναι παιδί αγέννητο ακόμη, που είναι ακόμη μόνο μια υπόσχεση κι αυτό πληγώνει…. Ο Θεός δεν υπόσχεται. Εκείνος είναι πολύ περισσότερο από αυτό: Εκείνος είναι, και ποτέ δεν παύει να είναι. Είμαστε εμείς που δεν αντέχουμε αυτό το πάντα παρόν φως κι έτσι το υποσχόμαστε για αργότερα, μόνο και μόνο για να μην το νιώσουμε σήμερα κιόλας και αμέσως. Το παρόν είναι η όψη του Θεού σήμερα. Η φρίκη είναι πως ξέρουμε ότι βλέπουμε Θεό στην ίδια τη ζωή. Βλέπουμε τον Θεό με τα μάτια ορθάνοιχτα. Και αν αναβάλλω την όψη της πραγματικότητας για μετά τον θάνατό μου το κάνω από πονηριά, επειδή προτιμώ να είμαι νεκρή την ώρα που θα Τον δω και έτσι νομίζω πως δεν θα Τον δω πραγματικά, έτσι όπως έχω το θάρρος να ονειρεύομαι αληθινά μονάχα όταν κοιμάμαι… Ο Θεός όμως είναι σήμερα: η βασιλεία του έχει ήδη αρχίσει. Και η βασιλεία του είναι κι αυτή του κόσμου ετούτου” (σσ. 164-166)

“Αν ξέρουμε μονάχα πολύ λίγα από Θεό, είναι επειδή λίγα μόνο χρειαζόμαστε: έχουμε από Εκείνον μόνο ό,τι μοιραία μας αρκεί, έχουμε από Θεό μόνο αυτό που μέσα μας χωράει… Υποφέρουμε που πεινάμε τόσο λίγο, αν και η μικρή μας πείνα αρκεί για να μας λείψει βαθιά η ηδονή που θα είχαμε αν η πείνα μας ήταν πιο μεγάλη… Όσο περισσότερο χρειαζόμαστε τόσο περισσότερος Θεός υπάρχει. Όσο περισσότερο μπορούμε τόσο περισσότερο Θεό θα έχουμε. Το επιτρέπει…Εκείνος είναι αδιαλείπτως απασχολημένος με το να είναι, όπως όλα τα πράγματα είναι, όμως Εκείνος δεν μας εμποδίζει να ενωθούμε μαζί Του ” (σσ. 167-168)

“Η αποκάλυψη της αγάπης είναι μια αποκάλυψη ένδειας…Εάν εγκαταλείψω την ελπίδα, γιορτάζω την ένδειά μου, και αυτό είναι το πιο μεγάλο βάρος της ζωής. Και επειδή αποδέχτηκα την έλλειψή μου, η ζωή είναι στο χέρι μου. Πολλοί ήταν εκείνοι που εγκατέλειψαν ό,τι είχαν, και έφυγαν αναζητώντας την μεγαλύτερη πείνα” (σελ. 170)

“Δεν θέλω ομορφιά, θέλω ταυτότητα” (σελ. 177)

“Πείνα, να τι είναι καθ’ εαυτήν η πίστη” (σελ. 189)

“Μοναξιά είναι να μη χρειάζεσαι” (σελ. 190)

“Στο μέλλον δεν θα είμαστε ό,τι αισθανόμαστε και σκεφτόμαστε, θα έχουμε κάτι που προσομοιάζει περισσότερο σε μια συμπεριφορά από ό,τι σε μια ιδέα” (σελ. 192)

Η ανθρώπινη κατάσταση είναι τα πάθη του Χριστού” (σελ. 196)

“Το ανείπωτο θα μπορέσει να μου δοθεί μόνο μέσα από την αποτυχία της γλώσσασ μου. Μόνο όταν αποτύχει η κατασκευή, αποκτώ αυτό που εκείνη δεν κατάφερε” (σελ. 197)

“Η οδός του σταυρού δεν είναι παραστράτημα, είναι η μόνη οδός, δεν φτάνει κανείς παρά μόνο ακολουθώντας την και μαζί της” (σελ. 197)

“Η παραίτηση πρέπει να είναι μια επιλογή. Η παραίτηση είναι η πιο ιερή επιλογή μιας ζωής. Να παραιτείσαι είναι η αληθινή ανθρώπινη στιγμή. Και μόνο αυτή είναι καθαυτή δόξα της κατάστασής μου. Η παραίτηση είναι μια αποκάλυψη” (σελ. 197)

“Πλησίαζα στο πιο δυνατό πράγμα που μου είχε ποτέ συμβεί. Πιο δυνατό από την ελπίδα, πιο δυνατό από την αγάπη; Πλησίαζα σε αυτό που νομίζω πως ήταν- ΕΜΠΙΣΤΟΣΥΝΗ (σελ. 199)

π. Θ.Μ.

29 Αυγούστου 2021

Tags

Related Articles

Back to top button

Χρησιμοποιούμε cookies για την καλύτερη λειτουργία της ιστοσελίδας μας

Close
Close