ΕΣΚΟΡΠΙΣΕΝ, ΕΔΩΚΕ ΤΟΙΣ ΠΕΝΗΣΙΝ, Η ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΑΥΤΟΥ ΜΕΝΕΙ ΕΙΣ ΤΟΝ ΑΙΩΝΑ
Ένα από τα διλήμματα που ο άνθρωπος αντιμετωπίζει στην ζωή του έχει να κάνει με τον τρόπο διαχείρισης τω υλικών αγαθών, κυρίως σε σχέση με τους άλλους. Να είμαστε αυτάρκεις, να κρατάμε τα αγαθά για μας, να τα αξιοποιούμε για την δική μας καλοζωία ή να τα μοιραζόμαστε με τους άλλους, ιδίως αυτούς που δεν έχουν; Το δίλημμα προεκτείνεται: να σκορπώ όσα έχω ή να τα κρατώ για δύσκολους καιρούς;
Να αποταμιεύω και να είμαι φειδωλός ή να νιώθω την ματαιότητα της ζωής και να επιτρέπω στον εαυτό μου να χαίρεται σκορπίζοντας ό,τι έχει και δεν έχει, εφόσον υπάρχει η δυνατότητα της αναπλήρωσης;
Τα αγαθά θέτουν τον άνθρωπο μπροστά στο ερώτημα «τι είναι και τι φέρνει ηδονή, ευχαρίστηση;». Η εύκολη απάντηση είναι ότι ηδονή φέρνει η ικανοποίηση των επιθυμιών μας, που κάποτε γίνονται ανάγκες και δικαιώματα. Ανάγκη είναι η τροφή. Ανάγκη όμως γίνεται και η αφθονία και η ποικιλία της τροφής. Ανάγκη είναι να υπάρχει ένα μέσο μεταφοράς για να εξυπηρετεί την πορεία προς την εργασία ή μία στοιχειώδη έξοδο για αναψυχή.
Ανάγκη γίνεται όμως και η επίδειξη πλούτου και χλιδής με ένα πολυτελές αυτοκίνητο. Ανάγκη είναι η σχέση με τον συνάνθρωπο, ο έρωτας, η αγάπη. Ανάγκη γίνεται όμως και η παράδοση του εαυτού μας στην λαγνεία και τη φιληδονία, καθώς μετά ουκ έστιν όριον. Εξάλλου, η ανάγκη είναι δικαίωμα του ανθρώπου να εκπληρωθεί. Όμως η αφθονία, η χλιδή, η θεοποίησή της συνδυάζεται με το δικαίωμα του ανθρώπου να περιχαρακώνεται στο «εγώ» του και να μην κοιτάζει τις ανάγκες των άλλων. Έτσι εκλαμβάνουμε ως δικαίωμα να χρησιμοποιούμε τους άλλους όπως τα αγαθά μας. Ως αντικείμενα δηλαδή που θα εκπληρώσουν τις ανάγκες μας, χωρίς να μας ενδιαφέρει αν έχουν συναισθήματα, αγωνίες, ανάγκες και εκείνοι, δικαιώματα.
Οι καιροί μας μάς δείχνουν ξεκάθαρα ότι ο πολιτισμός της κατανάλωσης είναι νοηματοδοτημένος στην χρήση των άλλων και στα δικά μας δικαιώματά έναντί τους.
Ηδονή, ευχαρίστηση φέρνει και η εξουσία. Η δυνατότητα που έχουμε οι άνθρωποι να είμαστε πρώτοι, αλλά και να υποσκελίζουμε τους άλλους, όπως επίσης και η χρήση οιουδήποτε τρόπου και μέσου προκειμένου να εξουσιάσουμε. Τα υλικά αγαθά είναι το κλειδί κι εδώ. Εξουσιάζει αυτός που μπορεί να εξαγοράσει τις υπηρεσίες των άλλων. Αυτός που δείχνει και φαίνεται αυτάρκης. Αυτός που μπορεί να τους χρησιμοποιήσει, εκμεταλλευόμενος την δική του αλλά και τις ανάγκες άλλων με τον ίδιο στόχο, προκειμένου να αναδειχθεί.
Η εξουσία βεβαίως είναι ανάγκη στην ζωή μας, διότι οι άνθρωποι χρειαζόμαστε κανόνες και μέτρα, τα οποία κάπως πρέπει να τονισθούν και να υπάρχει η δυνατότητα να επιβληθούν, εάν από μόνοι μας δεν μπορούμε να συνειδητοποιήσουμε την αξία τους, διότι αλλιώς δύσκολα υπάρχει συνύπαρξη. Η εξουσία όμως γίνεται αυτοσκοπός και ανάγκη καθεαυτή. Φέρνει ηδονή σε όποιον την κατέχει, διότι τον κάνει να βρίσκει αυτοεπιβεβαίωση και τυραννώντας τους άλλους, ο ίδιος να αισθάνεται ισχυρός. Να θριαμβεύει το εγώ πάλι.
Ηδονή όμως φέρνει και η προσφορά. Η γενναιοδωρία. Η χαρά του να βλέπουμε τους άλλους να αισθάνονται ότι δεν είναι μόνοι και αυτό εξαιτίας μας. Ότι κάποιος μεριμνά για όσα τους λείπουν και τα έχουν πραγματική ανάγκη για τη επιβίωσή τους. Για μια στοιχειώδη ποιότητα ζωής. Για να μην αποκαρδιώνονται ότι χάθηκε η έγνοια των άλλων.
Ότι οι ίδιοι είναι καταδικασμένοι να μην μπορούν να εκπληρώσουν τις κύριες ανάγκες τους. Όχι για να εξουσιάσουν ή να απολαύσουν, αλλά για να μπορούν να ζήσουν. Γι’ αυτό και ο απόστολος Παύλος, απευθυνόμενος στους Κορινθίους, τους προτρέπει να είναι γενναιόδωροι και χαρούμενοι σε ό,τι δίνουν, μιμούμενοι τον Θεόν, ο Οποίος «εσκόρπισεν, έδωκε τοις πένησιν. Η δικαιοσύνη αυτού μένει εις τον αιώνα» (Β’ Κορ. 9,9). «Σκόρπισε, έδωσε στους φτωχούς, η δικαιοσύνη και αγαθοεργία του μένει στον αιώνα».
Φτωχοί είμαστε όλοι μας και όχι μόνο ως προς τα υλικά. Είμαστε φτωχοί ως προς την δυνατότητα της σωτηρίας, της υπέρβασης του χρόνου και του θανάτου. Είμαστε φτωχοί ως προς την δυνατότητα να δημιουργήσουμε έναν κόσμο στον οποίο θα χαιρόμαστε την ομορφιά που του έδωσε ο Θεός, χωρίς να τον εκμεταλλευόμαστε και να τον καταστρέφουμε ή να τον προσπερνάμε αδιάφορα.
Είμαστε φτωχοί ως προς το να βλέπουμε με ευαισθησία τον πλησίον μας, ως προς το να μην παραδινόμαστε στην ηδονή του εγωκεντρισμού, στην ηδονή της αυτάρκειας που περιφρονεί ή αδιαφορεί για την αλήθεια και τον πλησίον. Είμαστε τελικά φτωχοί ως προς την δυνατότητα να νικήσουμε κάθε είδος φθοράς το οποίο μας κατατρώγει και όχι μόνο σωματικά. Και όμως, μέσα στην φτώχεια μας, αν έχουμε τα μάτια μας ανοιχτά, μπορούμε να απολαμβάνουμε την γενναιοδωρία του Θεού, τόσο στο πρόσωπο του Χριστού που μας σώζει, όσο και στο πρόσωπο του συνανθρώπου μας, όπως αυτό μπορούμε να το συναντήσουμε και στην καθημερινότητα, αλλά και στον τρόπο ζωής της Εκκλησίας.
Η απάντηση στο αρχικό ερώτημα είναι η γενναιοδωρία. Μάλιστα, αυτή που δεν έχει να κάνει μόνο με τα υλικά αγαθά, αλλά εκτείνεται και στα συναισθήματα. Και στην κοινωνία με τον πλησίον. Η έξοδος από το εγώ μας. Η υπέρβαση του φόβου έναντι των άλλων, αλλά και του φόβου μήπως χάσουμε τα αγαθά μας και χαθούμε, καθώς στο μέλλον πιθανόν θα έρθουν δύσκολα. Στην Παλαιά Διαθήκη υπάρχει η ιστορία των παχιών και των ισχνών αγελάδων, από το όνειρο του Ιωσήφ στην Αίγυπτο. Ο Ιωσήφ αξιοποίησε τα επτά χρόνια της καρποφορίας και της γενναιοδωρίας και συγκέντρωσε αγαθά. Όμως δεν έκλεισε τις αποθήκες σε κανέναν στα επτά χρόνια της ανομβρίας και της καταστροφής.
Δεν εγκλωβίστηκε στην αυτάρκεια της σωτηρίας του λαού του, αλλά έδωσε και σε όσους ήρθαν να ζητήσουν. Έσωσε και σώθηκε. Αυτό είναι και το νόημα της πίστης στους καιρούς μας. Να μην εγκλωβιστούμε στο αίσθημα της αυτάρκειας, αλλά να γίνουμε γενναιόδωροι, όχι μόνο στα υλικά αγαθά αλλά και στην κοινωνία με τους άλλους. Στα όρια της αγάπης που ο Θεός βάζει. Και στα όρια της υπέρβασης της αμαρτίας που οδηγεί την ανάγκη για επιβίωση, για αγάπη, για συνάντηση σε ανάγκη για κατανάλωση, δικαίωμα και τελικά εγκλωβίζει τον άνθρωπο μόνο στο «εγώ».
Κέρκυρα, 8 Οκτωβρίου 2017