ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 68- ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗΣ, “ΒΑΡΔΙΑΝΟΣ ΣΤΑ ΣΠΟΡΚΑ”, ΑΠΑΝΤΑ ΠΑΠΑΔΙΑΜΑΝΤΗ, τόμος 2ος, επιμέλεια Ν.Δ. ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ, εκδόσεις ΔΟΜΟΣ. Επίσης, μπορείτε να το βρείτε στο Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, «Βαρδιάνος στα σπόρκα και άλλα διηγήματα», εκδόσεις ΕΣΤΙΑ, επιμέλεια Σπύρου Κοκκίνη και με τον ίδιο τίτλο από τις εκδόσεις ΝΕΦΕΛΗ.
Αφορμή της ανάγνωσής μας ένα fake κείμενο του Παπαδιαμάντη που διακινήθηκε κατά κόρον από ανθρώπους που πιθανόν να είχαν καλή πρόθεση, καθώς αναφέρονταν στην θεία κοινωνία. “Την εποχήν της επιδημίας μένουμε διαιτώμενοι εις την οικία μας, στραβοπατούντες από δωμάτιον σε δωμάτιον, ως ποταμιαία καβούρια, αλιβάνιστοι, αλειτούργητοι, ακοινώνητοι, με την ελπίδα ότι σύντομα θα ανθρωπέψουμε πάλι…” λέει το μήνυμα. Ωστόσο στο διήγημα “Οι Ελαφροΐσκιωτοι” ο Παπαδιαμάντης αναφέρεται στην ιστορία μιας οικογένειας στην Σκιάθο, η οποία έχει επιλέξει να μένει σε έναν νερόμυλο και δεν πηγαίνει να εκκλησιαστεί, όχι επειδή υπάρχει πανδημία, αλλά επειδή δεν πληροφορείται για τυχόν λειτουργίες. Η μητέρα της γυναίκας, η θεία Συνοδιά, της λέει την παραμονή των Χριστουγέννων, ότι ανήμερα της εορτής θα γίνει θεία λειτουργία στο εξωκκλήσιον του Προφήτου Ηλία, “το οποίον ευρίσκετο εις το ήμισυ του δρόμου, επί οροπεδίου γείτονος της κορυφής του βουνού, μίαν ώραν από το χωρίον και μίαν ώραν από την Κεχρεάν, δια να λειτουργηθούν και μεταλάβουν, δια να τους ανθρωπέψη ολίγον, έλεγε, καθόσον έμενον επί μήνας αλειτούργητοι κάτω εις το βαθύ το ρέμα. Εις τον ναΐσκον της Κεχρεάς, παλαιόν διαλυμένον μονύδριον, προσηρτημένον ως μετόχιον εις το κοινόβιον του Ευαγγελισμού, σπανίως ήρχετο ιερεύς να λειτουργήση, και αν ήρχετο, οι εντός του ρεύματος διαιτώμενοι και ως ποταμαία καβούρια στραβοπατούντες, ο Αγάλλος, η Αφέντρα και τα δύο τέκνα των, δυσκόλως θα έπαιρναν είδησιν ν’ ανέλθωσιν διά ν’ ακούσωσι την λειτουργίαν”, με αποτέλεσμα, όπως λέει πάλι η θεία- Συνοδιά, να “μένετε αλιβάνιστοι” – Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, Άπαντα, τόμος 2ος , σελ. 485). Ψάξαμε λοιπόν στα “Άπαντα” του μεγάλου συγγραφέα μας και βρήκαμε ένα καταπληκτικό διήγημα 100 σελίδων με τίτλο “Βαρδιάνος στα σπόρκα”.
Το διήγημα γράφτηκε το 1893 και δημοσιεύθηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα “Ακρόπολις”. Αναφέρεται στην επιδημία χολέρας που ξέσπασε το 1865 και “εκομίσθη το θέρος εις την ανατολικήν Ευρώπην, πιθανώς, όπως πάντοτε, διά των μουσουλμάνων προσκυνητών της Μέκκας. Αι δύο ‘μεγάλαι μουσουλμανικαί δυνάμεις’, η μία με το χρυσοφόρον ινδικόν κράτος της, η άλλη με τας προσοδοφόρους της κτήσεις εν Αλγερία, δεν απεφάσισάν ποτε να θέσωσι περιορισμούς τινας εις τα ταξίδια των μωαμεθανών υπηκόων των, και δεν εύρον ποτέ συμφέρον να βιάσωσι την Πύλην όπως εφαρμόση τελεσφόρα υγειονομικά μέτρα εις την κοιτίδα του μωαμεθανισμού εν Αραβία” (Άπαντα, τόμος 2ος , σελ. 569). Ο Παπαδιαμάντης εννοεί την Αγγλία και την Γαλλία, οι οποίες επέτρεψαν την κινητικότητα στην Ινδία και την Αλγερία, διά των οποίων η χολέρα έφτασε στην Κωνσταντινούπολη και, κατόπιν, επεκτάθηκε στην Ευρώπη.
Το ελληνικό κράτος αντιμετώπισε τότε την επιδημία με αντίστοιχα με το σήμερα μέτρα: καραντίνα, και μάλιστα τριάντα δύο ημερών, σε όσους έρχονταν από την Τουρκία με πλοία. Παραμονή στα λοιμοκαθαρτήρια. Ορισμός μικρών ακατοίκητων νησιών ως τόπων καθάρσεως. Αποφυγή της επαφής με τους ντόπιους, οι οποίοι, αν ήθελαν να βγάλουν χρήματα είτε κατασκευάζοντας παραπήγματα, είτε ως γιατροί που θα φρόντιζαν τους ασθενείς, είτε ως επιτηρητές των μέτρων υγιεινής (εν είδει σύγχρονων επιθεωρητών του ΕΟΔΥ), που ονομάστηκαν “βαρδιάνοι”, φύλακες δηλαδή, έπρεπε να “σπορκαρισθούν”, να παραμείνουν δηλαδή ανάμεσα στους ασθενείς ή στους εν καραντίνα ευρισκόμενους και να μην επιστρέφουν στα σπίτια τους για να μη γίνουν άθελα τους φορείς μετάδοσης της νόσου.
Και βέβαια, η ευκαιρία ήταν μεγάλη για μικροπολιτικά τοπικά συμφέροντα, τα οποία αξιοποίησαν την περίσταση ενισχύοντας δικούς τους, δηλαδή ψηφοφόρους του κόμματος, για κατασκευή οικοδομημάτων, για μεταφορά υλικών, για αισχροκέρδεια, για εκμετάλλευση! “Η χολέρα δυνατόν να κολλά εις κάθε πράγμα, αλλ’ εις τα χρήματα όχι” (σελ. 572).
Τα πάντα υποτάσσονται στον φόβο. “Κακή υποψία, δυσπιστία και ιδιοτέλεια χωρούσα μέχρις απανθρωπιάς, εβασίλευε πανταχού. Όλα ταύτα ήσαν εις το βάθος και ο φόβος της χολέρας ήτο εις την επιφάνειαν. Θα έλεγε τις ότι η χολέρα ήτο μόνον πρόφασις, και ότι η εκμετάλλευσις των ανθρώπων ήτο η αλήθεια. Το δαιμόνιον του φόβου είχεν εύρει επτά άλλα δαιμόνια πονηρότερα εαυτού, και είχε λάβει κατοχή επί του πνεύματος των ανθρώπων” (σελ. 572).
Δεν είναι όμως μόνο ο φόβος και η εκμετάλλευση που βγάζουν τον κακό εαυτό των ανθρώπων. Υπάρχει και η καλή πλευρά. Δεσπόζει εδώ η ηρωίδα του διηγήματος, η γραία Σκεύω. Είναι η μητέρα του Σταύρου, η ηλικιωμένη γυναίκα η οποία βλέπει την χολέρα ως αφορμή μετανοίας για την κοινωνία. “Και δεν απέκαμνε να νουθετή και να συμβουλεύη εις το καλόν. Εφρόνει ότι ήτο καιρός πλέον να έλθη μετάνοια. Αρκετά δεινά είχαν έλθει εις τον κόσμον και περισσότερα ακόμη ηπείλουν να ενσκήψωσιν. Η αρρώστια δεν ήτο το ελάχιστον εξ αυτών. Και η αρρώστια ηπείλει ήδη πανταχόθεν να εισβάλη…Ίσως να ήτο και διά καλόν, διά να λάβουν είδησιν οι χριστιανοί και σπεύσωσι να μετανοήσωσιν” (σελ. 546-547). Είναι αυτή που σε παλαιότερα χρόνια, όταν επέστρεφε ο άντρας της από ταξίδι και έπρεπε να κάνει καραντίνα στο Λαζαρέτο, “είχεν ένα καλαθάκι λεπτόν, μικρό, ψιλολογιά καμωμένο, με λεπτοτάτας βέργας αγιοκλήματος και με στιλπνοτάτας σχίζας λείου καλάμου, αριστούργημα καλαθοποιΐας, οποία μόνον εις την νήσον εκείνην κατεσκευάζοντο. Το έφερε κάθε βράδυ γεμάτο από τυρόπιττες, από αυγά, και από μοσχάτα σταφύλια- διότι ήτο Αύγουστος καθώς τώρα. Τα σταφύλια εκομίζοντο εις τα Λαζαρέτα, εις το πείσμα της απαγορεύσεως του ιατρού, όστις δεν ήξευρε τι έλεγε. Να είναι κλεισμένοι οι άνθρωποι, φυλακωμένοι μέσα εις τα πλοία, επί εβδομάδας, Αύγουστον μήνα, και να μην έχουν σταφυλάκι να βρέξουν το στόμα των! Και πού το ηύρε γραμμένο; Λέει πουθενά, στο γιατροσόφι μέσα, ότι πρέπει να πεθαίνουν οι άνθρωποι από ένα κακό διά να γλυτώσουν από το άλλο; ” (σελ. 564). Άνθρωπος αγάπης, παρακαλεί την Παναγίτσα της να της βρει λύσει να πάει κοντά στον γιο της που έχει αρρωστήσει από χολέρα και βρίσκεται σε καραντίνα στο νησάκι Τσουγκριάς. Δεν υπάρχει άλλος τρόπος παρά να οικειοποιηθεί την ταυτότητα ενός νεκρού, να ντυθεί όπως εκείνος και να δηλώσει ότι θα γίνει “βαρδιάνος στα σπόρκα”, ώστε να μπει στο νησί της καραντίνας και να σταθεί δίπλα στον γιο της, αδιαφορώντας για τον εαυτό της.
Στο νησί θα συναντήσει τον μοναχό Νικόδημο, ο οποίος θα δώσει στην μάνα και τον γιο το κελί του, το οποίο βρίσκεται στο μετόχι των Αγίων Φλώρου και Λαύρου που ανήκε στο μοναστήρι της Ευαγγελιστρίας. Εκεί ο μοναχός φυλάει πρόβατα και κατσίκες, καθώς και λίγα πουλερικά, ενώ κάνει την προσευχή του στον Θεό, τον κανόνα του, τις ιερές ακολουθίες! Ο μοναχός ανεβαίνει στην ερημιά του μικρού βουνού του νησιού, για να αφήσει το δωμάτιο του στους συνανθρώπους του που έχουν ανάγκη. Κοντά και ο Γερμανός γιατρός Βουντ, με τα σπαστά ελληνικά του, που παρότι είχε δώσει πιστοποιητικό θανάτου στο πρόσωπο την ταυτότητα του οποίου πήρε η Σκεύω, δεν θα την αποκαλύψει. Θα συγκινηθεί από την αγάπη για τον γιο της και θα τους συμπαρασταθεί. Αλλά και άλλοι δευτερεύοντες χαρακτήρες, όπως ο μπαρμπα- Νίκας, ο Αλέξης το βαποράκι και ο βαρκάρης Γιάννης Μπίκος. Όλοι τους θα δείξουν ότι σε περιόδους επιδημίας, δοκιμασίας, η αγάπη και η αλληλεγγύη κάνουν θαύματα.
Το διήγημα θα κλείσει με την απόπειρα όσων κανονικά έπρεπε να βγούνε από την καραντίνα αλλά υποχρεώθηκαν από την ασάφεια των κρατικών αποφάσεων να παραμείνουν στο Λαζαρέτο, να παραβιάσουν τα μέτρα και να βγούνε στην Σκιάθο. Ο πληθυσμός της χώρας θα τους πετροβολήσει. Τελικά, όμως, θα επικρατήσει η αλληλεγγύη, καθώς οι ντόπιοι θα αναλάβουν να δώσουν φαγητό στους εν καραντίνα ευρισκόμενους και θα επιχειρήσουν να αποσπάσουν την υπόσχεση του κράτους ότι “το Κουβέρνο πρέπει να δώση μικρή βοήθεια” (σελ. 632).
Ο Παπαδιαμάντης μας δείχνει το μείζον σε μία περίοδο δοκιμασίας: η πίστη στον Θεό, η ανθρωπιά και η αγάπη, η αλληλεγγύη και η θυσία είναι πιο πάνω από τον φόβο και την εκμετάλλευση. Ο μεγάλος μας διηγηματογράφος ξέρει καλά ότι καμία ασθένεια δεν θα περάσει αν οι άνθρωποι δεν δείξουμε την υπομονή που απαιτείται. Από την άλλη, μας επισημαίνει ότι ούτε η επιστήμη μπορεί να δώσει τελικές λύσεις σε τέτοιες καταστάσεις και ότι δεν πρέπει να υπερτιμούμε την σημασία της, αλλά ούτε και να την υποτιμούμε. Ουσιαστικά τέτοιες δοκιμασίες αποκαλύπτουν το ποιοι πραγματικά είμαστε, ενώ τα μεγάλα κηρύγματα και η πλύση εγκεφάλου είναι άχρηστα μπροστά στην ανάγκη για να αγάπη κι αλήθεια!
Ευκαιρία λοιπόν να ξαναβρούμε τον αυθεντικό παπαδιαμαντικό λόγο και να είμαστε προσεκτικοί απέναντι σε πλαστογραφήσεις που δεν τιμούνε όσους τις κάνουν και δεν επιτρέπονται σε όσους τις διακινούνε!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Κέρκυρα, 30 Νοεμβρίου 2020