ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 123- CORMAC McCARTHY, “ΤΕΚΝΟ ΤΟΥ ΘΕΟΥ”, μετάφραση Παναγιώτης Κεχαγιάς, εκδόσεις GUTENBERG
O Cormac McCarthy, ο οποίος έφυγε πρόσφατα από την ζωή, υπήρξε ένας από τους πιο δυνατούς σύγχρονους Αμερικανούς συγγραφείς. Αρνήθηκε να ακολουθήσει έναν συστημικά μεταμοντέρνο τρόπο γραφής, αλλά παρέμεινε στη γραμμή των κλασικών Αμερικανών συγγραφέων, του Φώκνερ, του Μέλβιλ, τον Κόνραντ, με έντονες επιρροές και από τον μεγάλο Ντοστογιέφσκυ. Στην πραγματικότητα, ο McCarthy προσπαθεί να απαντήσει στο ερώτημα τι ταλανίζει την ανθρώπινη ύπαρξη, τι κάνει τον άνθρωπο να παραδίδει την ψυχή του στα μονοπάτια του κακού, τι δεν τον αφήνει να ζήσει τον χρόνο του στη γη παλεύοντας για ένα νόημα που θα του δώσει αυθεντική χαρά. Σα να είναι ένας θεολόγος, μολονότι φαινομενικά άθρησκος και μηδενιστής, που γυρνά στο προπατορικό αμάρτημα της μετατροπής του συνανθρώπου και του κόσμου σε αντικείμενο προς χρήση, στο βούτηγμα στην ανασφάλεια, στην ανάγκη για αυτοβεβαίωση, κάποτε και αυτοθέωση, ακριβώς διότι δεν πρυτανεύει στον κόσμο η αγάπη, αλλά η μόνη έγνοια των ιθυνόντων είναι οι νόμοι, συνήθως ακριβείς για τους ανίσχυρους, ελαστικοί για τους ισχυρούς.
Κυκλοφορήθηκε στα ελληνικά, με μία εξαιρετική εισαγωγή του μεταφραστή Παναγιώτη Κεχαγιά, στη σειρά Aldina των εκδόσεων Gutenberg, ένα από τα πρώτα (1974) μυθιστορήματα του McCarthy, με τίτλο “Τέκνο του Θεού”. Διαβάζοντάς το, ο νους πάει σε μία παράλληλη ανάγνωση με την “Φόνισσα” του δικού μας Παπαδιαμάντη. Ο ήρως του McCarthy Λέστερ Μπάλαρντ είναι ένας απόκληρος της κοινωνίας. Ένα παιδί που μεγάλωσε χωρίς μητέρα και με έναν πατέρα που αυτοκτόνησε μπροστά στα μάτια του, ένας αγρότης που χάνει το κτήμα του, ένας κυνηγημένος διότι κανείς δεν του έδωσε σημασία και η μόνη του διέξοδος ήταν το πιοτό και η κλοπή. Αυτή η ψυχή, η οποία δεν ένιωσε τι σημαίνει αγάπη, βυθίζεται στο σκοτάδι του κακού. Γίνεται ένα είδος serial killer, που εκδικείται στα σώματα εκείνων που σκοτώνει, ανδρών και γυναικών, την άρνηση των συνανθρώπων του να τον δούνε ως άνθρωπο. Τους απαλλάσσει και από την δική τους ανικανότητα να δούνε τον έρωτα πιο πέρα από τη σάρκα. Τους απαλλάσσει από μία λαγνεία που τους καθιστά σώματα και όχι πρόσωπα. Και στα σώματα των κοριτσιών που τα φυλάει σαν να είναι η μάνα ή οι αγαπημένες του, δείχνει πως όταν ένας άνθρωπος δεν έχει στην καρδιά του μάθει να αγαπά και δεν έχει βρει αγάπη, το μόνο που του μένει είναι η νοσταλγία για ό,τι θα ήθελε να ζήσει. Διότι ο Μπάλαρντ, πελαγοδρομώντας ανάμεσα στην δύναμη που η καραμπίνα του τού δίνει, η εξουσία δηλαδή του κακού, και την ανάγκη του να μοιραστεί την ψυχή του, κάτι που φαίνεται από τον τρόπο με τον οποίο ζει και περιγράφει τη φύση, τον κόσμο στον οποίο αισθάνεται ελεύθερος και με νόημα, αποτυπώνει το πρόβλημα που ο άνθρωπος έχει, όταν το κακό σχηματίζεται ως έλλειψη του καλού, ως μία και αναπόφευκτη επιλογή. Και είναι η αδιαφορία του πολιτισμού μας αυτή που μας κάνει εθισμένους στην απουσία του καλού, όπως βλέπουμε στη βία που μας περιτριγυρίζει, τηλεοπτική, διαδικτυακή, ψυχολογική, πολεμική, θρησκευτική, του φανατισμού.
Η Φραγκογιαννού του Παπαδιαμάντη όμως έχει μία άλλη αφόρμηση. Νιώθει ως άτομο, ως γυναίκα, την απουσία της αγάπης, όμως εκείνη, καθώς “ο νους της έχει ψηλώσει”, πιστεύει ότι μπορεί να τεθεί επικεφαλής μιας σταυροφορίας: όχι να αλλάξει τον κόσμο, αλλά να απαλλάξει κι άλλα κορίτσια, κι άλλες γυναίκες από το να βιώσουν το κακό. Είναι η διαφορά των προσλαμβανουσών παραστάσεων μεταξύ του Ορθόδοξου και του Δυτικού ανθρώπου, ακόμη και ως προς το αίνιγμα του κακού. Ο Ορθόδοξος δεν μπορεί να βγάλει από τον νου του τον συνάνθρωπο. Ο Δυτικός μένει στον εαυτό του. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο, θα μπορούσε να πει κυνικά κάποιος. Το κακό δεν δικαιολογείται, δεν παύει να είναι αμαρτία, αποτυχία, ύβρις. Θα συμφωνήσουμε. Θα προσθέσουμε όμως ότι η θεραπεία δεν μπορεί να έρθει όσο το κακό δεν αντιμετωπίζεται μέσα από την αγάπη, και μάλιστα σε κοινωνικό επίπεδο. Κι εδώ χρειάζεται να ξαναδούμε την πολιτισμική και πνευματική μας αφετηρία. Αν είμαστε μόνο άτομα, που υπάρχουμε για μας, τότε η θανατική ποινή, ο εξοβελισμός του παράνομου, είναι η λύση, για να μείνουμε ήσυχοι. Αν είμαστε πρόσωπα που θέλουμε να συνυπάρχουμε αγαπώντας, τότε η έγνοια για το τι λείπει από τον άλλο και οδηγείται στην παράδοσή του στο κακό, μπορεί να λυτρώσει.
Ο McCarthy σοκάρει συχνά τον αναγνώστη στο μυθιστόρημα αυτό. Δεν είναι όμως το έγκλημα που λειτουργεί ως πρόκληση. Είναι η απουσία οίκτου, συμπάθειας, ευσπλαχνίας, ελέους απέναντι στον ήρωα, που χαρακτηρίζεται ως “τέκνο του Θεού”, όπως όλοι μας, στην πραγματικότητα όμως είναι ένας απόλυτα μοναχικός άνθρωπος, που καθίσταται “τέκνο της απόγνωσης”. Κι αυτό είναι το καμπανάκι του McCarthy. Ο ήρωάς του, μετά από μία επεισοδιακή δραπέτευση, θα επιστρέψει στο νοσοκομείο και στη φυλακή, όπου εκεί θα βρει μια νοσοκόμα κι ένα κελλί, θα μπορεί να ανταλλάξει μια κουβέντα χωρίς να αισθάνεται ότι απειλείται, θα έχει ένα πιάτο φαγητό και μια αξιοπρέπεια που η κοινωνία του έχει στερήσει. Και δεν είναι τυχαίο ότι ο McCarthy κλείνει το μυθιστόρημα με τον θάνατου του ήρωα, το σώμα του οποίου δίδεται στην Ιατρική Σχολή του Μέμφις για να κάνει, έστω και post mortem, το καλό που θα μπορούσε εν ζωή, ενώ οι σωροί των επτά κοριτσιών, όταν βρίσκονται, αντιμετωπίζονται με την απόλυτη αδιαφορία των ζωντανών προς τους νεκρούς που δεν είναι δικοί μας.
Ο McCarthy δεν χάνει την ευκαιρία να δείξει το σκληρό πρόσωπο της Αμερικής, με τον ρατσισμό, την Κου Κλουξ Κλαν, τους αναίσθητους στην δυστυχία του άλλου κεφαλαιούχους, αλλά και στο πρόσωπο του σερίφη να αφήσει να διαφανεί μία έμμεση προτροπή: ότι πάνω από το γράμμα του νόμου, υπάρχει η ανθρωπιά, την οποία όμως κάποιος πρέπει να αισθάνεται ισχυρός για να την δείξει. Άμποτες, να θυμόμασταν όλοι ότι είμαστε εικόνες Θεού και να προλαβαίναμε το κακό, για να μη χρειάζεται να το ξορκίσουμε ή να το καταστείλουμε. Παιδεία, λογοτεχνία, πίστη είναι δρόμοι που μας χρειάζονται.
Εξαιρετικό το “σκοτεινό” εξώφυλλο της πολύ δυνατής εκδοτικά σειράς. Πολύ εύστοχη η παρατήρηση του μεταφραστή Παναγιώτη Κεχαγιά ότι το μυθιστόρημα είναι μία “Νέκυια” του συγγραφέα στα έγκατα της ανθρώπινης ψυχής. Ο McCarthy, σαν άλλος Οδυσσέας, χτίζει έναν ήρωα που έχει παραιτηθεί από την αναζήτηση λύτρωσης, τρέφεται από την εξουσία του όπλου και των αισθήσεων που γίνονται αναζήτηση, και βρίσκει μοναδική παρηγοριά στην ελευθερία της φύσης. Αν δεν δεις το σκοτάδι, όχι για να απελπιστείς, αλλά για να κρατήσεις τον νου σου στον Άδη (άγιος Σιλουανός ο Αθωνίτης), δεν βρεις την οδό της ελευθερίας που περνά από την αγάπη, την οδό της μετάνοιας που είναι κλήση όχι μόνο ατομική-προσωπική, αλλά και συλλογική, για να γίνει αυθεντικά συμπεριληπτική.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
29 Αυγούστου 2023