ΤΗΝ ΙΔΙΑΝ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΝ ΖΗΤΟΥΝΤΕΣ ΣΤΗΣΑΙ
«Ἀγνοοῦντες τήν τοῦ Θεοῦ δικαιοσύνην, καί τήν ἰδίαν δικαιοσύνην ζητοῦντες στῆσαι, τῇ δικαιοσύνῃ τοῦ Θεοῦ οὐχ ὑπετάγησαν» (Ρωμ. 10, 3)
«Στην πράξη αγνοούν πως μόνο ο Θεός μπορεί να δικαιώσει τον άνθρωπο και προσπαθούν με κάθε τρόπο να δικαιωθούν με τα έργα τους. Το αποτέλεσμα είναι πως δεν αποδέχτηκαν τη δικαίωση που προσφέρει ο Θεός μέσω του Χριστού»
Ο απόστολος Παύλος, γράφοντας στους χριστιανούς της Ρώμης και περιγράφοντας την ανθρωπότητα, τόσο τους ειδωλολάτρες, όσο και τους Ιουδαίους, κάνει μια παρατήρηση για τους συμπατριώτες του, οι οποίοι είχαν δεχθεί πρώτοι την αποκάλυψη του Θεού στην περίοδο της Παλαιάς Διαθήκης. «Θέλησαν να στήσουν τη δική τους δικαιοσύνη» ως βάση για την πίστη τους, ως βάση για την πορεία τους στον κόσμο. Αποφάσισαν ότι ο δικός τους τρόπος, ο σύμφωνος με την νοοτροπία του λαού τους, αλλά και με το θέλημά τους, όπως επίσης και με τον τρόπο ερμηνείας του μωσαϊκού νόμου ήταν η αλήθεια. Και άφησαν κατά μέρος την σχέση τους με τον Θεό, τον τρόπο που ο Θεός ήθελε να πορεύονται και αυτός ο τρόπος αποτυπώθηκε στο πρόσωπο του Χριστού, με αποτέλεσμα να μην υπακούσουν στην δικαιοσύνη του Θεού.
Τα λόγια του αποστόλου έχουν πλήρη επικαιρότητα και στους καιρούς μας, τόσο για τους εκτός της πίστεως όσο και για τους εντός. Για τους πολλούς η πίστη είναι μία θρησκεία μέσα σε όλες τις άλλες, μόνο που έχει κάποιες βασικές αρχές που μπορούμε οι άνθρωποι να τις χρησιμοποιήσουμε επιλεκτικά. Η αγάπη είναι η μία αρχή, την οποία την κόβουμε και την τεντώνουμε στην προκρούστεια κλίνη του δικού μας θελήματος και συμφέροντος. Όταν θέλουμε να δικαιολογήσουμε τον εαυτό μας, ισχυριζόμαστε ότι ο Θεός είναι αγάπη και μας δέχεται χωρίς να χρειάζεται ούτε αν να μετανοήσουμε. Όταν έχουμε απαίτηση από τους άλλους να μας δώσουν, πάλι μιλούμε για την ανάγκη της αγάπης, ενώ η δική μας η καρδιά είναι κλειστή και αυτό φαίνεται τόσο ως προς τα αισθήματα όσο και ως προς την υλική βοήθεια. Η δεύτερη αρχή είναι η εμπιστοσύνη στην πρόνοια του Θεού. Κι αυτό όμως την δεχόμαστε επιλεκτικά. Όταν είναι προς όφελός μας, την θέλουμε. Ιδίως σε περιόδους δοκιμασίας, παρακαλούμε τον Θεό να μη μας εγκαταλείψει. Όταν όμως η ζωή μας προχωρά καλά, τότε Τον εγκαταλείπουμε και εμπιστευόμαστε μόνο τον εαυτό μας και τις δυνάμεις μας. Η τρίτη αρχή έχει να κάνει με το δίκιο μας. Κι εδώ θέλουμε να λέμε ότι έχουμε κριτήριο τις εντολές του Θεού, οι οποίες συνήθως μας δικαιώνουν, διότι δεν έχουμε κάνει κάτι κακό. Όμως αγνοούμε ότι όλες οι εντολές έχουν να κάνουν με την ανάγκη ο άνθρωπος να σχετίζεται, να συν-υπάρχει, να υπομένει, να μοιράζεται, να βλέπει με σεβασμό και αγάπη τον συνάνθρωπο, αλλά αυτό δεν έρχεται αυτόματα. Χρειάζεται πίστη και ασκητικότητα και υπέρβαση του εγώ.
Άλλοι πάλι που είμαστε μέλη του σώματος του Χριστού λειτουργούμε στην λογική της ανταπόδοσης. Επειδή είμαστε καλοί άνθρωποι και καλοί χριστιανοί, περιμένουμε από τον Θεό να μας δώσει κάθε καλό και ανταμοιβή, και σ’ αυτή και στην άλλη ζωή. Ξεχνούμε ότι η αγάπη δεν περιορίζεται στον μισθό, ούτε νικιέται από τον φόβο, αλλά προχωρά στην υιοθεσία μας από τον Θεό, αλλά και στην συνάντηση με τον πλησίον. Υιοθεσία σημαίνει άφημα στην αγάπη του Θεού, ακόμη κι αν οι δοκιμασίες είναι σκληρές. Υιοθεσία σημαίνει σεβασμός στην ελευθερία του άλλου που δεν θα είναι όπως τον θέλουμε,, διότι κι εμείς, κατά βάθος, στον λογισμό μας, αλλά και στον τρόπο που διαχειριζόμαστε τον χρόνο και την ζωή μας, δεν είμαστε όπως θέλει ο Θεός, διότι προτεραιότητά μας είναι η επιβίωση, οι δικοί μας, η ζωή μας. Το ίδιο συμβαίνει και με την θέαση της Εκκλησίας ως θρησκείας και όχι ως συνάντησης προσώπων που γινόμαστε ένα με τον Θεό και τον πλησίον κοινωνώντας σώμα και αίμα Χριστού. Έτσι φτάνουμε στο σημείο να λέμε «πρώτα το εγώ μας» ή «πρώτα ο άνθρωπος», αρνούμενοι το «πρώτα ο Θεός».
Οι κοσμικοί άνθρωποι επιβεβαιώνουν πλήρως τον λόγο του Παύλου. Αυτοί έχουν δημιουργήσει ένα δικό τους, εντελώς ανθρωποκεντρικό σύστημα, το οποίο γίνεται και εγωκεντρικό στην πράξη. Ένας πολιτισμός σπουδαίος, αλλά μόνο γι’ αυτή την πραγματικότητα. Ένας πολιτισμός που χρειάζεται, διότι ο κόσμος είναι ελεύθερος να πορευτεί χωρίς να πιστεύει στον Θεό, οπότε κάπως πρέπει να κυβερνιέται και να ισορροπεί, αλλά που δεν μπορεί να νοηματοδοτηθεί σε πορεία αιωνιότητας, καθώς βλέπει την ευτυχία του και την όποια δικαιοσύνη στην προοπτική του πρόσκαιρου. Το ήθος που θα μας οδηγήσει στο να μην παραβαίνουμε τους νόμους χρειάζεται δίκαιους νόμους κατ’ αρχήν, παιδεία που να μας οδηγεί στο να κατανοούμε το «γιατί;», αλλά και ανθρώπους με συνείδηση. Αν η συνείδηση δεν καλλιεργείται ή εντοπίζεται μόνο στα πλαίσια του φροϋδικού κανονιστικού συστήματος ή στα πλαίσια της χρησιμότητας, χωρίς να υπάρχει αύριο αιωνιότητας, καθώς αυτός ο πολιτισμός είναι μηδενιστικός, τότε το ήθος νικιέται από το συμφέρον.
Η κρίση την οποία διερχόμεθα σε όλους τους τομείς αυτό δείχνει. Στήσαμε την δική μας δικαιοσύνη, χωρίς Θεό. Βάλαμε το «εγώ», τον «άνθρωπο», την «επιβίωση», την «αυτάρκεια», την «διαφορετικότητα», τα «δικαιώματα» στην θέση του Θεού και πορευόμαστε στα αδιέξοδά μας. Διότι ό,τι ανθρώπινο, αν δεν έχει προοπτική αιωνιότητας, δεν σώζει, ούτε δικαιώνει. Ο Χριστός είναι η αρχή και το τέλος κάθε νόμου και κάθε δικαιοσύνης που έχουν προοπτική. Τον απόντα Χριστό ας αναζητήσουμε να εγκολπωθούμε στην Εκκλησία και στην ζωή μας!
Κέρκυρα, 12 Ιουλίου 2020
Ε’ Ματθαίου