ΠΙΣΤΗ & ΕΠΙΣΤΗΜΗ: ΔΙΑΛΟΓΟΣ ‘Η ΠΟΛΕΜΟΣ; – ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 143- ILONA JERGER, «Ο ΜΑΡΞ ΣΤΟΝ ΚΗΠΟ ΤΟΥ ΔΑΡΒΙΝΟΥ» μετάφραση Γιάννης Καλιφατίδης, εκδόσεις UTOPIA
Ένας αγαπημένος μαθητής μας, ο Αντώνης, μας έκανε δώρο το βιβλίο της Ilona Jerger «Ο Μαρξ στον κήπο του Δαρβίνου», σε μετάφραση Γιάννη Καλιφατίδη, από τις εκδόσεις UTOPIA. Το βιβλίο έχει κάνει μεγάλες πωλήσεις το τελευταίο διάστημα και πρόκειται για μία μυθοπλαστική παράλληλη βιογραφία δύο από τους κορυφαίους στοχαστές και επιστήμονες του 19ου αιώνα, τα βιβλία των οποίων επηρέασαν και θα συνεχίζουν να επηρεάζουν την ανθρώπινη σκέψη. Ο ένας, ο Καρλ Μαρξ, με το βιβλίο του «Κεφάλαιο», είναι αυτός που περιέγραψε τον τρόπο απάντησης στο μεγάλο ζήτημα της κοινωνικής αδικίας, της πάλης των τάξεων, της ανάγκης για μια επανάσταση (revolution), που θα επιφέρει την ισότητα στον κόσμο. Γνωρίζουμε ότι το όραμα του Μαρξ απέτυχε στην πρώην Σοβιετική Ένωση και στις χώρες του ανατολικού μπλοκ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι η αποτυχία της εφαρμογής καταργεί την ανάγκη του ανθρώπου να ξαναδεί τον κόσμο μέσα από το πρίσμα της έγνοιας για τον ασθενέστερο, να παλέψει για μια πιο δίκαιη κοινωνία σε μια εποχή που συνεχίζει να παραμένει ανταγωνιστική και άδικη και για ανθρώπους και για λαούς. Ο άλλος, ο Κάρολος Δαρβίνος, με τη θεωρία της εξέλιξης (evolution) , προσπάθησε να δώσει μία απάντηση στο πώς δημιουργήθηκε ο άνθρωπος, στεκόμενος αντίθετος με τον τρόπο ερμηνείας της ζωής από την Βίβλο, ιδίως την προτεσταντική της ερμηνεία. Ο Δαρβίνος όμως δε είναι ο εφευρέτης μιας θεωρίας. Ταξιδεύοντας με το πλοίο Beagle («Ιχνηλάτης»), διαπίστωσε και διατύπωσε μια θεωρία που, παρά τα κενά της και τις μεταγενέστερες διορθώσεις, προσθήκες και τροποποιήσεις, έχει βάση για τον τρόπο με τον οποίο η ζωή προχώρησε στον πλανήτη γη.
Η συγγραφέας προσπαθεί να δώσει, μέσα από το μυθιστόρημά της, με την βοήθεια ενός πλασμένου από εκείνη ήρωα, του γιατρού και των δύο προσωπικοτήτων στο Λονδίνο Μπέκετ (καθόλου τυχαίο το όνομα, το οποίο ταυτίζεται με τον Τόμας Μπέκετ, Αρχιεπίσκοπο του Καντέρμπουρυ, ο οποίος δολοφονήθηκε από τον βασιλιά της Αγγλίας Ερρίκο Β’, γιατί δεν δέχτηκε να υπερασπιστεί τα βασιλικά προνόμια εις βάρος της Εκκλησίας και του λαού), το μήνυμα ότι ο Δαρβίνος και ο Μαρξ με το έργο τους οδήγησαν στον «θάνατο» του Θεού και στην αντικατάστασης της θρησκείας με την επιστήμη και την οικονομία. Το μυθιστόρημα ουσιαστικά θέλει να δείξει τη γένεση του αθεϊστικού κινήματος, το οποίο δείχνει να έχει ισχυρό λόγο στα ευρωπαϊκά δρώμενα των καιρών μας. Το μυθιστόρημα έχει ενδιαφέρον, καθώς δείχνει αρκετά από τα ανθρώπινα σημεία της ζωής των δύο μεγάλων προσωπικοτήτων, κυρίως τα πρόσωπα των γυναικών τους, αλλά και την περιρρέουσα ατμόσφαιρα της εποχή. Ας σημειωθεί ότι ο Δαρβίνος ουδέποτε δήλωσε άθεος, ενώ η κηδεία και η ταφή του έγιναν στο Αβαείο του Γουεστμίνστερ. Η Εκκλησία δεν θέλησε να απορρίψει τον επιστήμονα, παρότι και η συγγραφέας και πολλοί άθεοι θεωρούν την κίνηση αυτή ως απόφαση της γυναίκας του Δαρβίνου Έμμας, που ήταν πιστή, ώστε και να τιμηθεί ο μεγάλος επιστήμονας, αλλά και να μην δυσφημιστεί κι άλλο η Εκκλησία.
Το μυθιστόρημα μάς δίνει αφορμή να συλλογιστούμε για μια ακόμη φορά τη σχέση πίστης και επιστήμης, την οποία το αθεϊστικό κίνημα από την μία, αλλά και το φονταμενταλιστικό από την άλλη (χωρίς να το περιορίζουμε στον προτεσταντικό κόσμο, είδαμε δυστυχώς και βλέπουμε πολλούς και στον δικό μας εκκλησιαστικό χώρο να θεωρούν πως η επιστημονική πρόοδος είναι αντίθετη με την πίστη), διαστρέφουν. Η συγγραφέας αφήνει να διαφανεί ξεκάθαρα ότι ο θεωρία της εξέλιξης καταρρίπτει την πεποίθηση ότι ο κόσμος δημιουργήθηκε από τον Θεό. Παραθεωρεί (δικαίωμά της βέβαια, συγγραφική αδεία) ότι η πίστη δεν μπαίνει στη λογική της απόρριψης του ΠΩΣ; δημιουργήθηκε ο κόσμος, αλλά επιμένει στο ΠΟΙΟΣ (ο Θεός) τον δημιούργησε και ΓΙΑΤΙ (από αγάπη). Ο προτεσταντικός κόσμος, σε συνέχεια της φοβίας του ρωμαιοκαθολικισμού στα χρόνια της Αναγέννησης (η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία και θεολογία έχει αλλάξει προσανατολισμό έναντι της επιστήμης ξεκάθαρα από ένα σημείο και μετά και βλέπει τα πράγματα στη σωστή τους κατεύθυνση, ιδίως όταν έπαψε να ανησυχεί για την πολιτική της θέση στην κοινωνία, κάτι που μακάρι να κάναμε κι εμείς ως ορθόδοξοι), ερμηνεύει το βιβλίο της «Γενέσεως» ιστορικά, με αποτέλεσμα να θεωρούν, με βάση τους υπολογισμούς του Αρχιεπισκόπου του Καντέρμπουρυ Τζέιμς Άσερ ότι η γη δημιουργήθηκε το 4004 π. Χ. (Πλησίστια ήταν η ερμηνεία των Βυζαντινών, οι οποίοι θεωρούσαν ότι ο πρώτος άνθρωπος εμφανίστηκε στη γη το 5500 π. Χ. και χρονολογούσαν τον χρόνο από δημιουργίας κόσμου). Έτσι, η επιστημονική πρόοδος στην πραγματικότητα συντρίβει αυτόν τον υπολογισμό, με αποτέλεσμα οι άθεοι να θεωρού ότι τίποτα από όσα λέει η Βίβλος δεν ισχύει, εφόσον δεν είναι αξιόπιστη. Από την άλλη, η αδυναμία ερμηνείας γιατί ο Θεός δεν ακούει τα αιτήματα των ανθρώπων, οδηγεί στο αυθαίρετο συμπέρασμα ότι ο Θεός δεν υπάρχει.
Αυτές οι θεωρήσεις μάς υπενθυμίζουν την ανάγκη να ξαναδούμε έναν κλάδο της Θεολογίας που ονομάζεται Απολογητική. Χωρίς να λειτουργούμε με το άγχος των αποδείξεων περί της υπάρξεως του Θεού, καθώς «πίστις εστί ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων», εντούτοις χρειάζεται ορισμένες χονδροειδείς παρανοήσεις να τις ανασκευάζουμε, όχι για να πείσουμε για την εμπειρία της πίστης, αλλά για να μην αφήνουμε να κυριαρχούν άνευ διαλόγου απόψεις, οι οποίες κάνουν θόρυβο, χωρίς στην πραγματικότητα να είναι τεκμηριωμένες.
Η «Γένεσις» , για παράδειγμα, στην ερμηνεία της από τους Πατέρες της Εκκλησίας, έχει την αλληγορική της διάσταση, την πνευματική θα λέγαμε. Ο Μέγας Βασίλειος στον περίφημο «Λόγον εις την Εξαήμερον» δείχνει ξεκάθαρα ότι για την πίστη μας η ημέρα της δημιουργίας δεν είναι 24 ώρες, αλλά μεγάλη δημιουργική περίοδος, ενώ η εξέλιξη στον τρόπο δημιουργίας του κόσμου είναι εμφανής στο ίδιο το κείμενο της «Γενέσεως». Από την άλλη, η πίστη ότι ο άνθρωπος εμφανίζεται ως πλήρης ύπαρξη, δημιουργημένη απ’ ευθείας από τον Θεό με δική Του δημιουργική ενέργεια και όχι διά του λόγου, όπως η υπόλοιπη κτίση, δεν καταργείται από την θεωρία της εξέλιξης ή οποιαδήποτε άλλη θεωρία, διότι εξακολουθούμε να αναζητούμε το ΠΟΙΟΣ δημιούργησε τον άνθρωπο και όχι το ΠΩΣ. Η σχέση Θεού και ανθρώπου δεν μπορεί να καλουπωθεί και να περιοριστεί στενά ιστορικά, αλλά ερμηνεύεται πνευματικά. το ίδιο και η σιωπή του Θεού στα αιτήματα των ανθρώπων. Το θέλημα του Θεού είναι ανεξερεύνητο και έχει να κάνει με τη σωτηρία του ανθρώπου, η οποία περνά προφανώς και από την ήττα και την ταπείνωση του θανάτου. Άλλωστε, ό,τι έχει αρχή, έχει και τέλος. Η πίστη επιμένει στην ανάσταση και την αγάπη. Κυρίως όμως επιμένει στη σχέση με το πρόσωπο του Χριστού. Αυτός ήταν, είναι και θα είναι η απάντησή μας.
Ανάλογα συμβαίνει και με τις απόψεις του Μαρξ. Η ερμηνεία της ζωής με βάση την επιβίωση και την οικονομία δεν καταργεί την πίστη. Αντίθετα, η πίστη εμπεριέχει την ανάγκη του πιστού διά της αγάπης να μοιραστεί όσα έχει με εκείνους που δυσκολεύονται, μόνο που η επιλογή περνά από την ελευθερία του ανθρώπου και δεν επιβάλλεται διά της όποιας επανάστασης και βίας.
Το βιβλίο της Jerger παρουσιάζει ενδιαφέρον, καθώς δείχνει για μια ακόμη φορά ότι τα θέματα που οι άθεοι και αδιάφοροι θεωρούν ότι έχουν λυθεί με την επιστημονική πρόοδο, ουδόλως μπορούν να νικήσουν το μεγάλο ερώτημα του ανθρώπου, που είναι ο θάνατος. Η απάντηση των υλιστών, που χρησιμοποιούν ως μη όφειλαν, την επιστήμη, για να δικαιολογήσουν τον μηδενισμό τους, δεν καταργεί την δύναμη της πίστης, που δεν έχει να φοβηθεί την επιστημονική πρόοδο, η οποία είναι καρπός της δωρεάς του Θεού στον άνθρωπο, διά των δερματίνων χιτώνων, να εξηγεί τον κόσμο, για να τον νοηματοδοτήσει όχι κατ’ ανάγκην άνευ Θεού, όπως ισχυρίζονται οι άθεοι, επηρεασμένοι από ένα πνεύμα αντίστασης στον Δυτικό χριστιανισμό, αλλά με τον Θεό ως την αρχή και το τέλος μας, τον Θεό της αγάπης και της ανάστασης!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
7 Σεπτεμβρίου 2024