Ο ΤΥΦΛΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΤΥΦΛΩΜΕΝΟΙ
(ΟΥΧ ΙΚΑΝΩ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑΝ ΠΟΤΕ ΝΥΞ ΠΟΤΕ ΗΜΕΡΑ)
«Ὁ τυφλός γεννηθείς ἐν τῷ ἰδίῳ λογισμῷ ἔλεγεν. Ἆρα ἐγώ δι’ ἁμαρτίας γονέων ἐγεννήθην ἀόμματος; Ἆρα ἐγώ δι’ ἀπιστίαν ἐθνῶν ἐγεννήθην εἰς ἔνδειξιν; Οὐχ ἱκανῶ τοῦ ἐρωτᾶν πότε νύξ πότε ἡμέρα. Οὐκ εὐτονοῦσι μου οἱ πόδες τά τῶν λίθων προσκρούσματα. Οὐ γάρ εἶδον τόν ἥλιον λάμποντα, οὐδέ ἐν εἰκόνι τόν ἐμέ πλαστουργήσαντα. Ἀλλά δέομαί σου, Χριστέ ὁ Θεός, ἐπίβλεψον ἐπ’ ἐμέ καί ἐλέησόν με» (Στιχηρό του Εσπερινού της Κυριακής του Τυφλού σε ήχο δεύτερο)
«Αυτός που γεννήθηκε τυφλός σκεφτόταν και μιλούσε με τον εαυτό του λέγοντας: Άραγε εγώ εξ αιτίας αμαρτιών των γονέων μου γεννήθηκα χωρίς μάτια; Άραγε εγώ εξαιτίας της απιστίας των ειδωλολατρών γεννήθηκα έτσι ώστε να πάρουν ένα σημάδι πίστης; Δεν είμαι ικανός να ρωτήσω πότε είναι νύχτα και πότε ημέρα. Δεν έχουν την δύναμη τα πόδια μου να αποφύγουν τις συγκρούσεις με τις πέτρες του δρόμου και πέφτω. Δεν είδα ποτέ τον ήλιο να λάμπει, ούτε την όψη Αυτού που με πλαστούργησε (του Θεανθρώπου Χριστού). Σε παρακαλώ λοιπόν, Χριστέ Θεέ μου, κοίταξε, φρόντισε, ελέησέ με».
«Το θαύμα της θεραπείας του εκ γενετής τυφλού είναι το τρίτο συνεχόμενο θαύμα το οποίο έχει σχέση με το νερό. Το πρώτο ήταν του παραλύτου, στο οποίο ο Χριστός ακύρωσε την δύναμη του νερού και της κολυμβήθρας της Βηθεσδά, δωρίζοντας την ίαση στον επί τριάντα οκτώ έτη ασθενούντα. Το δεύτερο είναι της Σαμαρείτιδος, στο οποίο ο Χριστός γίνεται το αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον ύδωρ. Το τρίτο είναι του τυφλού, στο οποίο ο Χριστός με το σάλιό Του κάνει πηλό και στέλνει τον τυφλό στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ για να νιφτεί με το νερό της και να γίνει καλά.
Ο Χριστός κάνει πηλό για να δείξει ότι Αυτός είναι που απ’ αρχής έλαβε πηλό από την γη και έπλασε τον άνθρωπο. Επειδή ο οφθαλμός είναι το κυριότερο στοιχείο του σώματος, ο Χριστός πλάθε τα μάτια που δεν υπήρχαν εκ γενετής στον τυφλό, για να δείξει ότι ο Ίδιος ο Κύριος δημιουργεί κάθε κίνηση που στολίζει την ψυχή και το σώμα, μεταδίδοντάς την στον άνθρωπο. Δεν χρησιμοποίησε νερό, αλλά φτύμα, για να γίνει γνωστό σε όλους ότι η χάρις προήλθε από το στόμα που έφτυσε κάτω και έκανε πηλό. Τον στέλνει να νιφτεί στην κολυμβήθρα του Σιλωάμ για να μη νομίσει κάποιος ότι το χώμα είχε από μόνο του την θαυματουργική δύναμη, ενώ θα είχε έτσι πολλούς μάρτυρες, καθώς μέχρι να φτάσει στην κολυμβήθρα θα έβλεπαν όλοι τα μάτια του τυφλού να είναι χρισμένα με πηλό. Κάποιοι λένε πως όταν νίφτηκε, ο πηλός δεν έφυγε, αλλά μετασχηματίστηκε σε μάτια με την συνέργεια του νερού. Ο τυφλός όμως, μετά το άνοιγμα των ματιών του, έλαβε και την χάρη να έχει ανοιχτά τα μάτια της ψυχής του. και να ομολογήσει τον Χριστό ιδίως στην βλασφημία των Φαρισαίων ότι δεν τηρεί το Σάββατο. Η υποκρισία τους τούς έκανε να μη χαρούν για το ότι ένας συνάνθρωπός τους βρήκε το φως χάρις στο θαύμα του Χριστού, αλλά να τον κηρύξουν και πάλι αποσυνάγωγο. Οι ασθενείς θεωρούνταν καταραμένοι και ήταν σε απόσταση. Ο ιαθείς τυφλός και πάλι θεωρείται καταραμένος από όσους δεν αγαπούνε τον Θεό αληθινά, αλλά χρησιμοποιούν την πίστη για να αυτοδικαιωθούν.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας λένε ότι αναγωγικά ο τυφλός προεικονίζει τα έθνη, τους ειδωλολάτρες, που κι αυτοί τυφλοί είναι. Ο Χριστός έφτυσε κάτω και έκανε πηλό, δίνοντάς τους ένα σημάδι πως πρέπει να τον εμπιστευθούν σε άλλη κατεύθυνση, όχι χρημάτων και αγαθών ή φιλοσοφίας και παθών, αλλά σ’ αυτήν της εμπιστοσύνης και να πορευθούν προς το νερό της κολυμβήθρας, του βαπτίσματος. Και ο λαός των πρώην ειδωλολατρών αποκτά παρρησία, διότι ξέρει ποιος τον έσωσε από την πνευματική τύφλωση, υπερασπίζεται τον Χριστό έναντι των Ιουδαίων αλλά και όλων των αντίθεων και, παρότι θεωρείται περιθωριακός, πιστεύει και δοξάζεται από τον Χριστό, αγιάζει» (από το υπόμνημα του Συναξαρίου της Κυριακής του Τυφλού στο Πεντηκοστάριο, μετά την έκτη ωδή του κανόνα της ημέρας).
Υπάρχουν στιγμές στην ζωή μας στις οποίες αισθανόμαστε δυστυχισμένοι. Δοκιμασίες, αποτυχίες, ασθένειες, θάνατος στο περιβάλλον μας και η ζωή μας μοιάζει να είναι πόνος. Το ερώτημα είναι «γιατί;». Κι αυτό το ερώτημα το απευθύνουμε στον Θεό, στον εαυτό μας, σε ανθρώπους που εμπιστευόμαστε. Και απάντηση δύσκολα λαμβάνουμε. Είναι διότι βλέπουμε την ζωή στην προοπτική του χθες και του σήμερα και δεν μπορούμε να δούμε το μέλλον. Είναι στιγμές στις οποίες δεν μπορούμε και δεν τολμούνε να ρωτήσουμε πότε είναι νύχτα και πότε ημέρα, διότι η απάντηση δεν θα έχει καμία διαφορά για μας, βυθισμένοι, καθώς είμαστε, στο «γιατί;». Το Ευαγγέλιο όμως , μας δείχνει ότι η απάντηση στο ερώτημά μας δεν έχει συγκεκριμένο περιεχόμενο, αλλά πηγάζει από την σχέση μας με ένα συγκεκριμένο πρόσωπο, αυτό του Θεανθρώπου Χριστού. Αυτός είναι το φως και η ζωή. Στην σχέση μαζί Του φωτίζονται οι σκιές των αναπάντητων ερωτημάτων, ίσως όχι απόλυτα, διότι τα πάντα κινούνται στην προοπτική της βασιλείας του Θεού, της αιωνιότητας και δεν μένουν παγωμένα στο χθες και στο σήμερα, καθότι στην σχέση μας με τον Χριστό ο χρόνος προεκτείνεται και απλώνεται στο μέλλον. Από το μέλλον λαμβάνουμε απαντήσεις στα «γιατί;» του σήμερα και του χτες. Αρκεί να υπάρχει η πίστη ως εμπιστοσύνη σ’ Αυτόν που μας στέλνει στο αδιανόητο: να πλύνουμε τα μάτια της απιστίας στο νερό της ζωής που είναι ο Ίδιος, Αυτός που ξεδιψά τον κάθε οδίτη του χρόνου.
Ο ξεδιψασμένος και ορών τυφλός δεν βρίσκει εκκλησία να τον περιμένει. Δεν βρίσκει χαρούμενους ανθρώπους για το θαύμα, αλλά φοβισμένους για την ερμηνεία του. Οι ισχυροί αμφισβητούν την ταυτότητα του πρώην τυφλού. Αμφισβητούν αν είναι από τον Θεό ο ιατρός και θεραπευτής του. Αμφισβητούν τον λόγο του πρώην τυφλού και την μαρτυρία του και τον θεωρούν δαιμονόπληκτο ή αλλοπαρμένο. Η εκκλησία, η κοινότητα στην οποία ο τυφλός ήταν ενταγμένος εκ της καταγωγής και της θρησκείας του, ακόμη και η οικογένειά του, αδυνατούν να δεχτούν την αλήθεια που τους καταθέτει. Και τον κηρύσσουν αποσυνάγωγο. Μόνο ο Χριστός τον αγκαλιάζει και τον ενισχύει και πριν του δώσει το φως του και αφού του το δώσει. Η εκκλησία ως κοινότητα υπάρχει. Το πρόβλημα είναι σε Ποιον Χριστό πιστεύουμε και Ποιον Χριστό είμαστε έτοιμοι να αποδεχτούμε. Αυτόν των τύπων, των δικαιωμάτων μας επειδή πιστεύουμε, της δικής μας αίσθησης καθαρότητας ή Αυτόν που γιατρεύει με αγάπη κάθε τυφλό μάτι και ζητά να δει το φως κάθε ψυχή.
Η σιωπή είναι πλέον συνενοχή. Άλλοι έλαβαν τον κλήρο και την μερίδα των θρήσκων ανθρώπων της εποχής του Χριστού, των τυφλωμένων από την βεβαιότητα της αυτάρκειας, της συνήθειας, της εξουσίας. Αυτοί παρέμειναν ασυγκίνητοι στο να ρωτήσουν πότε είναι Χριστός, στο σκοτάδι της νύχτας ή στο φως της ημέρας. Ας αφήσουμε τον Χριστό να ανοίξει τα μάτια της ψυχής μας, της αγάπης, της συμπάθειας, της υπέρβασης κάθε φόβου. Και ας χτίσουμε κοινότητες εν τη Εκκλησία στις οποίες η χαρά και η λύπη του άλλου θα είναι δική μας χαρά και δική μας λύπη, πέρα από τα τυπικά.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Κέρκυρα, 6 Ιουνίου 2021
Κυριακή του Τυφλού