ΝΑ ΞΕΧΑΣΤΩ ΜΕ ΜΙΑ ΜΠΑΛΑ
Το παγκόσμιο κύπελλο του ποδοσφαίρου που διεξάγεται αυτό το διάστημα στο μακρινό Κατάρ μαρτυρεί με την συναρπαστικότητα των αγώνων και το θέμα που προσφέρει ότι ο αθλητισμός εξακολουθεί να αποτελεί, ακόμη και σε μία περίοδο στην οποία η ανθρωπότητα δεν έχει συνέλθει οριστικά από την λαίλαπα του κορωνοϊού, μία εξαιρετική μορφή διασκέδασης, που θα μπορούσε να είναι και ψυχαγωγία. Όπως και την τέχνη, αλλά και κάθε άλλο ξεχωριστά δημιουργικό γεγονός, τα έχουμε φορτώσει “με μαλάματα”, τα οποία, εάν περιορίζονταν στις προσπάθειες των ποδοσφαιριστών και των τεχνικών επιτελείων των ομάδων, θα ήταν ανεκτά. Η διαπίστωση όμως ότι η εμπορευματοποίηση του αθλητισμού, το στοίχημα, οι χορηγίες, τα συμφέροντα που επενδύουν σ’ αυτόν, όπως επίσης και η στυγνή εκμετάλλευση των ανθρώπων που έχτισαν τα στάδια “για ένα κομμάτι ψωμί”, δείχνουν έναν κόσμο που όλα τα εντάσσει στην λογική του θεάματος που γίνεται συμφέρον.
Το ποδόσφαιρο έχει την δική του μικροπολιτική, το δικό του star system. ΟΙ ποδοσφαιριστές δεν απασχολούν τα ΜΜΕ και τα ΜΚΔ για τις επιδόσεις τους, το θέαμα που προσφέρουν, την τέχνη του “να μιλάνε στην μπάλα”, τα λάθη που είναι μέρος της ομορφιάς, ακόμη και την ένταση, που είναι ανθρώπινο φαινόμενο. Συνήθως απασχολούν τα media για την ιδιωτική τους ζωή, για τις ιδιοτροπίες τους, για τους τσακωμούς τους εκτός γηπέδου, με το πρόσχημα ότι ένας ποδοσφαιριστής είναι πρότυπο και, επομένως, οφείλει να έχει μία δημόσια εικόνα που να συνάδει με αυτό το οποίο παρουσιάζει στο γήπεδο. Το γιατί είναι πρότυπο, δεν το εξετάζει η εποχή μας στα σοβαρά. Μάλλον είναι η γοητεία που το ποδοσφαιρικό όνειρο αναδίδει, από την στιγμή που ο παίκτης γίνεται ήρωας λόγω των επιδόσεών του στην μπάλα. Χρήματα, δόξα, ικανότητα, απήχηση συνδυάζονται με την ανάγκη των καιρών μας να μας δώσουν ευκαιρίες διαφυγής από την σκληρή πραγματικότητα. ΚΙ έτσι το “να ξεχαστώ με μια μπάλα” γίνεται αφορμή πολλοί να κερδίζουν και περισσότεροι να περνούν τον χρόνο τους ποντάροντας στην έξοδο από την καθημερινότητα.
Είναι ωραίες οι σκηνές που βλέπουμε. Από όλες τις ηπείρους άνθρωποι που παρακολουθούν τους αγώνες, αυτονόητα οικονομικώς ευκατάστατοι, να έχουν συναισθήματα, να χαίρονται, να λυπούνται, να πανηγυρίζουν, να αγωνιούν, να ελπίζουν, να θυμώνουν. Σε μία εποχή στην οποία η συναισθηματική καλλιέργεια του ανθρώπου και, ιδιαίτερα, των νεώτερων έχει υποβαθμιστεί συστηματικά, γι’ αυτό και η ανοχή στην βία, λεκτική και σωματική, το να αισθάνεται κάποιος ότι “ανήκει” σε μία χώρα που, έστω, παίζει ποδόσφαιρο είναι ένα ψήγμα συλλογικότητας το οποίο μας κρατά υπάρξεις που δεν έχουμε ως μόνο λόγο ζωής τον εαυτό μας. Το πρόσκαιρο και η επιφανειακότητα δεν ακυρώνουν την ψυχή του ανθρώπου, που χρειάζεται να ανήκει, να αγαπά, να ταυτίζεται, να συναισθάνεται. Θα ήταν ωραίο εάν αυτό το κρατούσαμε γενικότερα και πέρα από το ποδόσφαιρο.
Η Εκκλησία μπορεί να δείχνει ότι δεν ασχολείται με τον αθλητισμό, ιδιαίτερα τον εμπορευματοποιημένο. Γνωρίζουμε όμως όλοι ότι τόσο στην κατήχηση, όσο και στις κατασκηνώσεις της, ζητά την χαρά του παιχνιδιού για το παιδί και τον νέο και οργανώνει υποδομές. Αυτή την χαρά λησμονήσαμε καθισμένοι σε μια οθόνη. Ας αντλήσουμε, πέρα από το ξόδεμα του χρόνου, προβληματισμούς από το παγκόσμιο κύπελλο ποδοσφαίρου, να το δούμε μέσα από τις αξίες της αυθεντικότητας, της συλλογικότητας, του “εμείς” και όχι μόνο του πρωταγωνιστικού “εγώ”. Κανένας παίκτης δεν κερδίζει χωρίς καλή ομάδα!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην “Ορθόδοξη Αλήθεια”
στο φύλλο της Τετάρτης 14 Δεκεμβρίου 2022