ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 70- ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΘΕΟΤΟΚΗ, “ΚΑΤΑΔΙΚΟΣ” – “ Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ”, εκδόσεις ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟΝ ΤΗΣ “ΕΣΤΙΑΣ”
Φεύγοντας από την σκιά του μεγάλου Κωστή Παλαμά, στα τέλη του 19ου αιώνα, μία ομάδα Ελλήνων λογοτεχνών που έχει επιλέξει την δημοτική γλώσσα ως βάση γραφής κάνει μία σημαντική προσπάθεια να δώσει στην τέχνη ένα κοινωνικό όραμα. Ξεχωριστή θέση σ’ αυτή την γενιά που δίνει τα στίγματά της από το 1890 και μετά κατέχει ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης (1872-1923. Κερκυραίος στην καταγωγή, “σπούδασε στο Παρίσι και σε Γερμανικά πανεπιστήμια και ενστερνίστηκε τις σοσιαλιστικές ιδέες που γνώριζαν άνθηση. Με το πεζογραφικό του έργο άσκησε κριτική σε μια κοινωνία που βρίσκονταν στην εποχή του περάσματός της από την φεουδαρχία στον αστισμό. Θεωρείται ως ο εισηγητής του κοινωνιστικού μυθιστορήματος. Οραματίζονταν έναν κόσμο καλύτερο, δικαιότερο, ηθικά ομορφότερο. Ακολούθησε το δημοτικιστικό κίνημα, στο οποίο η συμβολή του υπήρξε σημαντική” (σημείωμα του επιμελητή Σπύρου Κοκκίνη).
Τα έργα του εκτυλίσσονται ουσιαστικά στην Κέρκυρα του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα. Αυτό το βλέπουμε στα δύο εξαιρετικά μυθιστορήματα “Κατάδικος” και “Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα”, που εκδόθηκαν το ένα μετά το άλλο (1919 και 1920) και που αποτυπώνουν τον προβληματισμό του συγγραφέα για την κοινωνία της εποχής του, κυρίως όμως για την φύση του ανθρώπου. Χωρίς να λείπουν οι ηθογραφικές και νατουραλιστικές αναφορές είναι εξαιρετικός ο τρόπος που ο Θεοτόκης χειρίζεται τον εσωτερικό μονόλογο, στην προσπάθειά του να περιγράψει το πώς αισθάνονταν οι ήρωές τους, ποια ήταν τα κίνητρά τους, τα ηθικά διλήμματά τους, οι πτώσεις και οι αναστάσεις τους.
Σε ευρωπαϊκό επίπεδο θα λέγαμε ότι ο Θεοτόκης είναι επηρεασμένος από τους συγγραφείς που προηγήθηκαν, όπως και ο Παπαδιαμάντης. Ντοστογιέφσκι και Ντίκενς δίνουν στον Κερκυραίο συγγραφέα ευκαιρίες να αντλήσει τεχνικές και μορφές, κυρίως όμως την τάση για να επικρατήσει, αν όχι η δικαιοσύνη, τουλάχιστον η θέληση του ανθρώπου να μην νικηθεί από το κακό. Γι’ αυτό και οι ήρωες του Θεοτόκη στα δύο μυθιστορήματα, ακόμη κι αν ζούνε παραδομένοι στα πάθη τους, όπως ο Πέτρος Πέπονας στον “Κατάδικο” και ο Καραβέλας στο έργο που αναφέρεται στην ζωή και τον θάνατό του, εντούτοις δεν είναι αντιπαθείς. Ο Θεοτόκης κεντά τις προσωπικότητές τους με τέτοιον τρόπο ώστε να αισθανόμαστε ότι θα μπορούσαμε να ήμασταν στην θέση τους. Ο Πέπονας ερωτεύεται την Μαργαρίτα, την γυναίκα του Γιώργη Αράθυμου, και σπρωγμένος από το πάθος του, θα σκοτώσει τον άντρα της που δεν έχει αντιληφθεί τίποτα, για να την έχει δική του. Ο Καραβέλας ερωτεύεται την Μαρία, την σπιτονοικοκυρά του, αλλά καθώς δεν μπορεί να της κάνει της ίδιας κακό, θα καταστρέψει την οικογένειά της και θα εκδικηθεί όλη την κοινότητα η οποία τον ειρωνεύεται και τον χρησιμοποιεί, χωρίς να του αναγνωρίζει το δικαίωμα στον έρωτα, την χαρά, την ζωή.
Και στα δύο μυθιστορήματα υπάρχουν τα πρόσωπα τα οποία λειτουργούν αντίρροπα στα πάθη των κεντρικών ηρώων. Στον “Κατάδικο” είναι ο περίφημος Τουρκόγιαννος, ένας αληθινός άγιος, ο οποίος οραματίζεται έναν κόσμο δικαιότερο, αλλά με γνώμονα την πίστη στον Χριστό, την ταπεινότητα, την μετάνοια για τα λάθη, κυρίως όμως την αγάπη που ξέρει να συγχωρεί. Ένας ερωτευμένος περιθωριακός, νόθος γιος μιας μάνας που χωρίς να φταίει υφίσταται τον βιασμό από τους Τούρκους στην Βόρειο Ήπειρο και καταφεύγει στην Κέρκυρα για να ζήσει και εκεί διαπιστώνει την εγκυμοσύνη. Ο Τουρκόγιαννος θα γνωρίσει την περιφρόνηση, τον διωγμό, την απόρριψη για το ότι ερωτεύτηκε κι αυτός την Μαργαρίτα. Θα του δώσει βοήθεια στην ζωή του ένας δάσκαλος ο οποίος θα του πει μια μεγάλη αλήθεια: “την λύτρωση λαβαίνουν οι ευτυχισμένοι άνθρωποι που είναι λίγοι ή εκείνοι που αλαφρώνουν του αλλουνού τον πόνο ή οι κακοί που μετανιώνουν” (σελ. 47). Σκοπός της ζωής του θα είναι η καλοσύνη. Η θυσία. Η αγάπη. Ακόμη και όταν διαπιστώνει ότι η Μαργαρίτα μοιχεύει με τον Πέπονα θα την καλύψει. Η αγάπη σκεπάζει τις αμαρτίες του άλλου. Μα το κακό κάνει τον άνθρωπο καχύποπτο, αδύναμο να διαγνώσει την πρόθεση του άλλου, κι έτσι ο Τουρκόγιαννος και τα δύο βόδια τα οποία χρησιμοποιεί για να καλλιεργήσει τα χωράφια του Αράθυμου θα πρέπει να σφαχτούν, για να κυβερνήσουν τα πάθη και το εγώ που επιθυμεί. Κι έτσι ο Τουρκόγιαννος θα καταδικαστεί για τον φόνο του Αράθυμου και θα περάσει το υπόλοιπο της ζωής του στην φυλακή, εκεί που θα καταλάβει ότι η πρόνοια του Θεού τον έστειλε για να βοηθήσει κι άλλους ανθρώπους να βρούνε την συγχώρεση και την λύτρωση, όπως ο Κάης, που χάρις στον Τουρκόγιαννο θα μετανοήσει για το έγκλημά του να σκοτώσει τον αδερφό του. Και όταν στην φυλακή θα έρθει ο Πέπονας για λόγους αντίστασης κατά της αρχής που κυνηγά για χρέη έναν φτωχό άνθρωπο, ο Τουρκόγιαννος θα αναλάβει την ευθύνη για το έγκλημα που δεν έκανε, για να μην χωρίσει την Μαργαρίτα από τον Πέπονα, να μην αφήσει για δεύτερη φορά ορφανά τα παιδιά του Αράθυμου, για να μην αποκαλυφθεί μία αλήθεια που οι συνέπειές της θα είναι δυσβάσταχτες.
Στον “Καραβέλα” είναι ο Γιάννης, ο άντρας της Μαρίας. Άνθρωπος απλοϊκός, δουλευτής, ταπεινός, είναι ο μόνος που δεν ειρωνεύεται τον Καραβέλα, αλλά του φέρεται με αγάπη, τον δικαιολογεί, τον συγχωρεί ακόμη και γι’ αυτά που έχει κάνει. Δεν μπορεί να κυβερνήσει την ζωή και την οικογένειά του, αλλά έχει αφήσει τις υποθέσεις του στον αδερφό του Αργύρη και στην γυναίκα του Μαρία. Ο ίδιος αγαπά, εργάζεται, συγχωρεί. Και μέσα στην ταπεινότητά του παραμένει το σύμβολο ενός κόσμου ο οποίος έχει χώρο ακόμη και για τους αμαρτωλούς, τους περιθωριακούς, τους απόκοσμους, ένας κόσμος στον οποίο δεν κυβερνά το συμφέρον αλλά η αγάπη. Ρομαντικός ήρωας, αλλά κι αυθεντικός ταυτόχρονα. Διαχρονικό πρότυπο που δεν φαίνεται να είναι για μας, όπως και ο Τουρκόγιαννος, αλλά που δείχνει την βαθιά πεποίθηση του συγγραφέα ότι στην ανθρώπινη ποιότητα βρίσκεται η απάντηση και όχι στην εξουσία, το συμφέρον και τα πάθη!
Ιδιαίτερα ενδιαφέροντα τα γυναικεία πρόσωπα στα δύο μυθιστορήματα. Από την μία η Μαργαρίτα, η οποία είναι μία γυναίκα που αναζητεί τον έρωτα πέρα από την συμβατική σχέση στα πλαίσια του γάμου και των συζυγικών καθηκόντων, ικανή να διαχειριστεί το σπίτι και τον άντρα της, όχι όμως κατά βάθος ευτυχισμένη. Ο έρωτας της λείπει και τον βρίσκει στο πρόσωπο του Πέπονα. Ο έρωτας ως επιθυμία να αισθανθεί ο άνθρωπος ότι είναι μοναδικός και όχι ότι απλώς επιτελεί το καθήκον του σ’ αυτή τη ζωή, είναι κοινωνικά αποδεκτός και πορεύεται προς τον θάνατο. Και είναι η δίψα για έρωτα που νικά τον θάνατο η αιτία που γεννιέται ο θάνατος. Η Μαρία δεν θέλει τον έρωτα, αλλά τον χρησιμοποιεί για να νικήσει το παιχνίδι της εξουσίας με τον αδελφό του άντρα της τον Αργύρη και την γυναίκα του Χρυσάνθη. Κάνει τον Καραβέλα να την ποθεί, για να τον εκμεταλλευτεί, χωρίς να του δοθεί, για να αποτρέψει τον Αργύρη να κερδίσει ένα καλύτερο σπίτι. Ο έρωτας εδώ γίνεται μέσο όχι για να νικηθεί ο θάνατος, αλλά για να παραδοθούν τα πάντα στην ύλη. Μόνο που κι εδώ το μήνυμα του συγγραφέα είναι ξεκάθαρο: όταν θα μας καταπιεί ο θάνατος, πώς μπορεί ο άνθρωπος να αναλώνεται στην απόκτηση αγαθών και να χάνει την ανθρωπιά, την αγάπη, τον σεβασμό;
Κλειδί για την δράση των μυθιστορημάτων οι κοινότητες στις οποίες ζούνε οι ήρωες. Η Κέρκυρα είναι ο τόπος της δράσης. Η κερκυραϊκή διάλεκτος δένει γλυκά στις συνομιλίες των ηρώων μεταξύ τους, χωρίς όμως να δεσπόζει. Η αγροτική ζωή που εξασφαλίζει τα προς το ζην, αλλά όχι τον πλούτο. Μια ταξικότητα, την οποία ο Θεοτόκης επικρίνει, αλλά που δεν φαίνεται να θεωρεί ότι η απαλλαγή από αυτήν είναι η τελική λύση για την ευτυχία, όπως επίσης και η αδυναμία των ανθρώπων να σκεφτούν δίκαια, επηρεασμένοι από την νοοτροπία της επαρχίας, τις καθεστηκυίες αξίες, τον καθωσπρεπισμό, η αδυναμία ακόμη να δούνε την καρδιά και την έγνοια του άλλου, επειδή πρέπει να δεσπόζει μια φτιαχτή κανονικότητα, αποτυπώνουν μία κοινωνία στην οποία η αγάπη δεν μπορεί να νικήσει, ο ένας να στηρίξει αυθεντικά τον άλλον, δεσπόζουν στα μυθιστορήματα. Η αυτοκτονία του Καραβέλα φέρνει στο προσκήνιο την σκληρότητα της κοινωνίας, η οποία πρώτα εξουθενώνει αυτόν που δεν είναι αρεστός, στην συνέχεια τον αναγκάζει να παραβιάσει τους κανόνες της ή να γίνει ο ίδιος “πειρασμός” (σελ. 163), για να τιμωρήσει και να εκδικηθεί και στο τέλος τον οδηγεί στον θάνατο, για να αρνηθεί ουσιαστικά να τον θάψει με τους άλλους ανθρώπους, να αρνηθεί να τον θεωρήσει μέλος της στην κοινή μοίρα όλων. Ίσως γι’ αυτό ο Παπαδιαμάντης στην “Φόνισσά” του θα την αφήσει στο μεταίχμιο της θείας και ανθρώπινης δικαιοσύνης, για να δείξει στην κοινωνία της εποχής του και κάθε εποχής ότι το δικαίωμα να είσαι άνθρωπος δεν πρέπει να λησμονείται από κανέναν, η ιδιότητα της “εικόνας του Θεού” αφήνει στον Θεό τον τελευταίο λόγο. Ο Θεοτόκης βλέπει κι αυτός την μετατροπή του χριστιανισμού σε ηθικολογία και παλεύει με τον τρόπο του να ξαναδώσει το ουσιαστικό νόημα της χριστιανικής παράδοσης, που έγκειται στην αγάπη!
Σπουδαία και τα δύο μυθιστορήματα, ευκαιρία για αναστοχασμό στους καιρούς μας. Έχουμε φτάσει στο άλλο άκρο: αντί για έρωτα να νοιαζόμαστε μόνο για ηδονή. Επειδή στην οικογένεια υπάρχει η συμβατικότητα, έχουμε διαλύσει την οικογένεια. Ομνύουμε στην διαφορετικότητα, αλλά στην πράξη ανεχόμαστε την αδικία, την φτώχεια, την εκμετάλλευση. Απαλλαγήκαμε από καθεστηκυίες συλλογικές νοοτροπίες και τις ανταλλάξαμε με τον θρίαμβο του “εγώ” που τα δικαιούται όλα. Ομνύουμε στην αλήθεια, αλλά όταν έρχεται η στιγμή να την δούμε στον εαυτό μας, κρυβόμαστε! Και έχουμε αφήσει στην άκρη την πίστη όχι ως συμπεριφορά και ανταμοιβή, αλλά ως αγάπη, συγχώρεση και λύτρωση, για να είμαστε ήσυχοι ότι αφού όλα οδηγούν στο μηδέν, μπορούμε χωρίς εσωτερικό έλεγχο να κοιτάμε μόνο για την επιβίωση και τον εαυτό μας. Οι αντιφάσεις της πανδημίας εξηγούνται. Η αδυναμία να χαράξουμε μία πορεία στην οποία το ατομικό και το συλλογικό θα συνυπάρχουν όχι στην εξουσία, αλλά στην αγάπη και τον σεβασμό στον άλλο και την αλήθεια, είναι εμφανής. Η πρόταση του Θεοτόκη να ξαναγυρίσουμε στην ανθρώπινη ποιότητα είναι μια λύση που αξίζει προσοχής.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Κέρκυρα, 9 Ιανουαρίου 2021