ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 127- ΚΑΡΟΛΟΣ ΝΤΙΚΕΝΣ, “ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ ”, μτφρ. Μαρία Μπλάνα, εκδόσεις ΠΕΡΙΣΠΩΜΕΝΗ
Σε ρεπορτάζ αθηναϊκής εφημερίδας («Κ» της «Καθημερινής της Κυριακής» 24 Δεκεμβρίου 2024) τίθεται ένα μεγάλο ερώτημα: τι έχει να πει η γιορτή των Χριστουγέννων στους νέους της γενιάς Ζ, σ’ αυτούς δηλαδή που έχουν γεννηθεί την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Η απάντηση μπορεί να προκαλέσει έκπληξη, ωστόσο για όσους συναναστρέφονται τη γενιά αυτή, είναι μάλλον αναμενόμενη. Τα Χριστούγεννα ως γεγονός είναι μία αδιάφορη πραγματικότητα. Κάπως συγκινούν οι διακοπές και τα δώρα, ελάχιστα η πίστη στον Χριστό και στην παράδοση. Ένα ποσοστό περίπου 39% δηλώνει άθρησκο, άθεο ή θρησκευτικά αδιάφορο και γι’ αυτό δεν θα εκκλησιαστεί. Αντίστοιχα, ένα μεγάλο ποσοστό έχει πάψει να βλέπει τηλεόραση, όπως επίσης και οι γονείς των νέων αυτών, με αποτέλεσμα και οι χριστουγεννιάτικες σειρές και ταινίες, οι οποίες δημιουργούν μια επαφή με τοπ «πνεύμα των Χριστουγέννων» να μην παρακολουθούνται. Απομένει στο σχολείο για τους μικρότερους, με τις γιορτές την τελευταία ημέρα πριν τις διακοπές, κάποιος εκκλησιασμός, όπου γίνεται, τα κάλαντα την παραμονή και το ρεβεγιόν, δηλαδή το ξενύχτι το διήμερο της αργίας, 24 προς 25 και 25 προς 26 Δεκεμβρίου. Και η ζωή συνεχίζεται.
Στον χώρο της λογοτεχνίας τον 19ο αιώνα δέσποζαν δύο μεγάλες μορφές που ασχολήθηκαν με τα Χριστούγεννα. Ο δικός μας Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης, η γλώσσα του οποίου σήμερα είναι για τους πολλούς, νεώτερους και μεγαλύτερους, δυσκατάληπτη, και ο κλασικός Δυτικός συγγραφέας Κάρολος Ντίκενς. Ο Ντίκενς έγραψε την περίφημη «Χριστουγεννιάτικη Ιστορία», με τον Εμπενίζερ Σκρουτζ, ο οποίος θα δεχθεί την επίσκεψη του πνεύματος του συνεταίρου του Μάρλεϊ και θα ταξιδέψει σε άλλα τρία πνεύματα στο παρελθόν, στο παρόν και στο μέλλον του, για να νιώσει τι σημαίνει η μοναξιά σε όλες της τις διαστάσεις και να κατανοήσει ότι δεν είναι τα χρήματα αυτά που φέρνουν την ευτυχία. Το διήγημα έγινε μεγάλη επιτυχία μέσα από τον κινηματογράφο, την τηλεόραση και ενέπνευσε και τον Γουώλτ Ντίσνεϊ να δημιουργήσει τον ήρωά του Σκρουτζ Μακ Ντακ, σε άλλη όμως προοπτική. Ο Ντίκενς όμως δεν έγραψε μόνο αυτό το διήγημα, αλλά και άλλα που αναφέρονται στα Χριστούγεννα.
Μια τέτοια σειρά κυκλοφορείται από τις εκδόσεις «Περισπωμένη», σε μετάφραση της Μαρίας Σ. Μπλάνα, με δύο σχέδια της Μυρτώς Παπαδημητράκη. Το πρώτο διήγημα της συλλογής επιγράφεται «Μια Χριστουγεννιάτικη Γιορτή» (1835), στο οποίο ουσιαστικά ο Ντίκενς, λειτουργώντας ως προφήτης, περιγράφει τον κόσμο σχεδόν 200 χρόνια μετά: «Χριστούγεννα! Μόνο ένας μισάνθρωπος δεν θα ‘νιωθε να ξυπνούν στην καρδιά του αισθήματα χαράς- και στο μυαλό του σκέψεις γιορτινές-κάθε που φτάνουν, ξανά, τα Χριστούγεννα. Κάποιοι θα σας πουν πως τα Χριστούγεννα δεν είναι πια γι’ αυτούς ό,τι ήταν κάποτε. Πώς, χρόνο με τον χρόνο, τα Χριστούγεννα χάνουν κάτι από την ελπίδα που φυλάγαμε στην καρδιά ή τη χαρά που μέλλει να ‘ρθει, λες κι έχουν ξεθωριάσει, λες κι έχουν σβήσει αυτά σε σχέση με την προηγούμενη χρονιά. Θα σας πουν ακόμα πως το παρόν τίποτε άλλο δεν κάνει παρά να τους θυμίζει αυτά που κάποτε είχαν και έχασαν, όλα αυτά που τους ζορίζουν και τους περιορίζουν- τα φαγοπότια που κάποτε έδιναν για φίλους, που αποδείχθηκε πως δεν άξιζαν και τα παγωμένα βλέμματα που συναντούν τώρα, που τους έτυχαν αναποδιές και κακουχίες. Τι να τις κάνεις τούτες τις θλιβερές αναμνήσεις; Υπάρχουν όμως κι ορισμένοι άνθρωποι που έχουν ζήσει αρκετά σ’ αυτόν τον κόσμο και που δεν κάνουν τέτοιες σκέψεις καμία μέρα του χρόνου. Επομένως, γιατί να επιλέξεις την πιο χαρούμενη από τις τριακόσιες εξήντα πέντε ημέρες του χρόνου για να κάνεις τέτοιες στενάχωρες σκέψεις, αντί να τραβήξεις την καρέκλα σου πλάι στο τζάκι, να γεμίσεις το ποτήρι σου και να πιάσεις κι εσύ το τραγούδι- και, αν το σπίτι σου είναι μικρότερο απ’ ό,τι ήταν δέκα χρόνια πριν, και, αν το ποτήρι σου είναι γεμάτο με άγευστο πάντς αντί καλό κρασί, χαμογέλασε, άδειασέ το μονορούφι και ξαναγέμισέ το, διασκέδασε μ’ εκείνον τον παλιό σκοπό που τραγούδαγες κάποτε, κι ευχαρίστησε τον Θεό που δεν είσαι χειρότερα… Καλοσυνάτες καρδιές που ήθελαν να σμίξουν, μα δεν το έκαναν, από αυταπάτες περηφάνιας και εγωισμού, ενώνονται ξανά, κι όλα είναι αγάπη και καλοσύνη. Αχ και να κρατούσαν τα Χριστούγεννα όλο τον χρόνο (όπως και θα’ πρεπε!)! Αχ και να έλειπαν οι προκαταλήψεις και τα πάθη που χαλούν την καλή μας πλευρά και που θα ‘πρεπε να μας είναι ξένες!». Κλειδί για τον συγγραφέα η οικογένεια και η μάζωξη των μελών της. Αυτό που λείπει από τους καιρούς μας.
Το δεύτερο διήγημα της συλλογής επιγράφεται «Ένα Χριστουγεννιάτικο δέντρο» (1850). Ο Ντίκενς περιγράφει το χριστουγεννιάτικο δέντρο και τα στολίδια του ως «την γλαφυρότερη ανάμνηση όλων μας, το χριστουγεννιάτικο δέντρο της δικής μας παιδικής ηλικίας, μέσω του οποίου σκαρφαλώσαμε στην πραγματικότητα» (σ. 25). Ο συγγραφέας αναπολεί, κοιτώντας τα στολίδια του δέντρου τα παιχνίδια και τα παραμύθια της παιδικής του ηλικίας, τα απτά και τα αφηγημένα, αλλά δεν ξεχνά ότι πίσω από όλα βρίσκεται η πίστη στον Χριστό. «Ένας άγγελος μιλά σε κάποιους βοσκούς σ’ ένα χωράφι. Κάποιοι ταξιδιώτες, με το βλέμμα ψηλά, ακολουθούν ένα αστέρι. Ένα μωρό σε μια φάτνη. Ένα παιδί σ’ έναν ευρύχωρο ναό μιλά με τους ραβίνους. Μια ιερή φιγούρα με γαλήνιο, όμορφο πρόσωπο ανασταίνει ένα νεκρό κορίτσι. Κι ύστερα, πλάι στις πύλες της πόλης, καλεί πίσω στη ζωή τον γιο της χήρας. Πλήθος άνθρωποι κοιτούν, σκαρφαλωμένοι στους τοίχους της εσωτερικής αυλής όπου κάθεται Εκείνος, και κάποιοι κατεβάζουν με σχοινιά ένα κρεβάτι όπου κείτεται ένας άρρωστος άνθρωπος. Και πάλι Εκείνος, που περπατά πάνω στο νερό προς μια βαρκούλα μέσα στην καταιγίδα. Κι ύστερα, σε μια ακτή, μιλά σ’ ένα μεγάλο πλήθος ανθρώπων. Και πάλι Εκείνος, μ’ ένα παιδί στην αγκαλιά, και γύρω του πολλά ακόμα παιδιά. Εκείνος, να δίνει φως στους τυφλούς, φωνή στους άλαλους, ακοή στους κωφούς, υγείας στους αρρώστους, δύναμη στους ανάπηρους, γνώση στους αδαείς. Εκείνος, να πεθαίνει επάνω στον Σταυρό, φρουρούμενος, ενώ ξεσπά μπόρα και σκοτεινιά και η γη τρέμει, κι ακούγεται μόνο μία φωνή: Πάτερ, άφες αυτοίς, ου γαρ οίδασι τι ποιούσι» (σσ. 37-38). Κλειδί η πίστη στην παιδική ψυχή και, ταυτόχρονα, όσα χρόνια κι αν περάσουν, ο ψίθυρος του Χριστού που ακούγεται ανάμεσα στα φύλλα του δέντρου: « Όλα ετούτα, εις ανάμνησιν του νόμου της αγάπης και της καλοσύνης, της συμπόνιας και της ευσπλαχνίας. Όλα ετούτα, εις ανάμνησιν Εμού!» (σ. 51).
Το τρίτο διήγημα επιγράφεται «Τι σημαίνουν τα Χριστούγεννα όσο μεγαλώνουμε» (1851). Ο Ντίκενς μας αφυπνίζει: «Το πνεύμα των Χριστουγέννων είναι το πνεύμα της θετικής χρησιμότητας, της επιμονής, της χαρωπής αποδέσμευσής μας από τη δουλειά, της μεγαλοψυχίας και της ανεκτικότητας. Ειδικά σ’ αυτές τις αρετές είναι που μπορούμε, ή θα έπρεπε, να βρούμε τη δύναμη να αντισταθμίσουμε τα απραγματοποίητα οράματα της νεότητας. Γιατί ποιος μπορεί να πει πως δεν μας δίδαξαν, αυτά τα οράματα, πώς ν’ αντιμετωπίζουμε νηφάλια ακόμα και ό,τι είναι ανεπαίσθητα ανύπαρκτο σ’ αυτήν τη γη; Επομένως, όσο μεγαλώνουμε, ας είμαστε περισσότερο ευγνώμονες που ο κύκλος των χριστουγεννιάτικων αναφορών μας και των μαθημάτων που μας δίνουν επεκτείνεται!» (σ. 57) Οι αναμνήσεις για τον Ντίκενς πρέπει να μας δίνουν «θάρρος παρήγορο! Είναι κομμάτι της ζωής και του ιαματικού χρόνου, που ανακουφίζει και γαληνεύει την ψυχή. Και της ιστορίας που ενώνει ξανά, ακόμα και πάνω σε τούτη τη γη, ζωντανούς και νεκρούς. Και της αστείρευτης μεγαλοσύνης και φιλανθρωπίας, που τόσοι και τόσοι άνθρωποι προσπάθησαν να ευτελίσουν» (σ. 62).
Το τέταρτο διήγημα επιγράφεται «Η ιστορία του φτωχού συγγενή»» (1851) και ο Ντίκενς αφηγείται μέσα από τα λόγια του ήρωά του Μάικλ την ιστορία της ζωής του που αυτός, ο φτωχός συγγενής, θα ήθελε να έχει, αφήνοντας πίσω μας ένα γλυκόπικρο σχόλιο για τον κόσμο στον οποίο δεσπόζει το χρήμα, η καταγωγή, οι κοινωνικές ανισότητες, η αδυναμία των ανθρώπων να προτάξουν την αγάπη.
Το πέμπτο διήγημα επιγράφεται «Η ιστορία του παιδιού» (1852), και στηρίζεται στη μνήμη με την οποία ο άνθρωπος νικά τον χρόνο και τον θάνατο, όταν αυτή συνδυάζεται με την αγάπη, τις σχέσεις με τους ανθρώπους, την κοινωνία των προσώπων.
Το έκτο διήγημα επιγράφεται «Η ιστορία του μαθητή» (1853). Ο Ντίκενς διηγείται την ιστορία του Τσίζμαν, ο οποίος ήρθε από μικρό παιδί σε ένα οικοτροφείο της εποχής και έγινε καθηγητής των Λατινικών. Η φτώχεια ήταν το χαρακτηριστικό της ζωής του στο οικοτροφείο. Η μοναξιά. Το ότι δεν μπορούσε να πάει κάπου διακοπές. Όμως και η καλοσύνη και η αγάπη του τον έκαναν να αντέχει. Ακόμη και ο διορισμός του σε καθηγητή των Λατινικών προκάλεσε την οργή των συνομηλίκων του. Η μόνη που του συμπαραστάθηκε ήταν η οικονόμος Τζέην, η οποία υπέστη αντίστοιχο bullying με τον Τσίζμαν μόνο και μόνο διότι διάλεξε να τον στηρίξει. Κι όταν ο Τσίζμαν έγινε κατά αναπάντεχο τρόπο πλούσιος, αντί να εκδικηθεί όσους τον κακομεταχειρίστηκαν , επέδειξε ταπεινότητα, συγχωρητικότητα και αγάπη, κάνοντας τους σκληρόκαρδους να ντροπιαστούν. Ο Τσίζμαν θα παντρευτεί την Τζέην και το κακό θα συντριβεί, όπου υπάρχουν οι αρετές.
Το έβδομο διήγημα είναι “Η ιστορία του κανένα” (1853) και αναφέρεται σε έναν ασήμαντο άνθρωπο, ο οποίος όμως πρόλαβε στη ζωή του να νικήσει τον εαυτό του και τις δυσκολίες της μοναξιάς, της εκμετάλλευσης και της κακίας και έφυγε χωρίς να προκαλέσει κακό σε κανέναν. Αυτός ο κανένας στην πραγματικότητα είναι η ιστορία του κάθε αφανούς που όμως αποτελεί τον κόσμο. Στην πίστη είναι ο κάθε πλησίον, τον οποίο λησμονούμε.
Το όγδοο και τελευταίο διήγημα είναι «Οι επτά φτωχοί ταξιδιώτες σε τρία κεφάλαια» (1854-1867) και περιγράφει την ιστορία έξι ουσιαστικά ταξιδιωτών και του αφηγητή, οι οποίοι έρχονται να μείνουν σε ένα Φιλανθρωπικό Ίδρυμα στην παλιά πόλη του Ρότσεστερ, αγαπημένου τόπου του Ντίκενς. Ο αφηγητής θα βρεθεί στο Ίδρυμα-πανδοχείο την παραμονή των Χριστουγέννων και εκεί θα καθίσει με την παρέα των άλλων έξι: ένας που έχει σχέση με τη ναυπηγική, ένα ναυτάκι, ένας αξιοπρεπής φτωχός, ένας ξένος στην καταγωγή αλλά Βρετανός στη γλώσσα που παριστάνει τον ωρολογοποιό, μια χήρα κοπέλα και ένας πλανόδιος πωλητής βιβλίων.. Μετά το χριστουγεννιάτικο δείπνο, θα ξεκινήσουν όλοι να λένε ιστορίες. Η πρώτη αναφέρεται στον στρατιώτη Ρίτσαρντ Ντάμπλντικ, ο οποίος θα αναλάβει να μεταφέρει μια τούφα από μαλλιά στην μητέρα του ταγματάρχη Τώντον, του υπεύθυνου για την μεταστροφή του σε άνθρωπο του καθήκοντος, και να σκοτώσει τον Γάλλο αξιωματικό που έδωσε διαταγή να πεθάνει ο Τώντον. Αφού πολεμήσει στο Βατερλώ, η μητέρα του φίλου του θα τον βοηθήσει να αναρρώσει από τα τραύματά του. Και μετά από αρκετά χρόνια θα βρει τον Γάλλο αξιωματικό, μαζί με τη συγχώρηση και την αγάπη. Την ίδια ανακούφιση και γαλήνη θα βρει ο αφηγητής, ο οποίος θα αποχαιρετήσει τους άλλους έξι ταξιδιώτες, γνωρίζοντας ότι τελικά η ζωή έχει νόημα όταν συγχωρείς και όταν βλέπεις όλον τον κόσμο στην προοπτική της αγάπης.
Τα όσα μας λέει ο Ντίκενς στην πραγματικότητα απαντούν στην απαξίωση του βαθύτερου νοήματος των Χριστουγέννων και στην μετάλλαξή τους σε μια γιορτή κατανάλωσης, ξεκούρασης και, τελικά, χωρίς πνευματικό περιεχόμενο. Η αντίσταση λοιπόν ξεκινά από τους λογοτέχνες μας και την μελέτη τους. Ξεκινά από ένα περιεχόμενο εσωτερικό, που έχουμε ανάγκη να το βρούμε, για να είμαστε άνθρωποι. Διότι από εκεί ξεκινά το νόημα της ζωής. Από το να δούμε τον άνθρωπο και τον κόσμο ως πλησίον μας. Και τα Χριστούγεννα ως συνάντηση με τον Θεό και τον άλλο, ιδίως στην οικογένεια, χτίζοντας αναμνήσεις και νικώντας τις ανισότητες και τον εγωκεντρισμό. Νικώντας τα πάθη που μας κάνουν να λησμονούμε ότι η ουσία της ζωής είναι η αγάπη.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
27 Δεκεμβρίου 2023