Η ΧΑΡΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΘΕΛΩ ΝΑ ΖΗΣΕΙΣ…
Μια ματιά να ρίξει κάποιος στο διαδίκτυο, κάτω από ειδήσεις, θα διαπιστώσει στους σχολιασμού μία άνευ προηγουμένου τοξικότητα. Δημόσια πρόσωπα δεν κρίνονται για τις πράξεις τους στο επίπεδο του ήθους, αλλά κατακρίνονται με χαρακτηρισμούς οι οποίοι πόρρω απέχουν από τους κανόνες ενός ευπρεπούς διαλόγου. Σαν να διαβάζεις φωνασκίες εφήβων, οι οποίοι εκτονώνουν το κρεσέντο των ορμονών τους. Και ο δημόσιος λόγος κανονικά έχει ως χαρακτηριστικό του την επωνυμία. Αναλαμβάνω την ευθύνη γι’ αυτό που λέω και το δηλώνω με το όνομά μου. Αν θέλω να κρίνω, πρέπει να είμαι έτοιμος και να κριθώ. Εδώ όμως βρισκόμαστε στην αποθέωση της κρυψίνοιας. Ο κρίνων χρησιμοποιεί ψευδώνυμα. Σαν να φοβάται όχι για την ακεραιότητά του, αλλά για την ποιότητα της σκέψης του. Γιατί είναι σκληρή η αλήθεια γι’ αυτόν που δεν έχει επιχειρήματα αλλά μόνο κραυγάζει.
Όμως το φαινόμενο δεν περιορίζεται στην ανωνυμία των τρολ του Διαδικτύου. Γίνεται χαρακτηριστικό στοιχείο των ανθρώπινων σχέσεων. Μας περιτριγυρίζουν τοξικοί άνθρωποι, οι οποίοι δεν μπορούν ή δεν έχουν μάθει να χαίρονται με την χαρά των άλλων, με τις ικανότητές τους και τα επιτεύγματά τους, με την αποδοχή από τους συνανθρώπους τους. Κι επειδή δεν χαίρονται οι ίδιοι και οι ίδιες, σπεύδουν να αρνηθούν το δικαίωμα στην χαρά και στους άλλους. Είναι σαν να τους λένε: “δεν θέλω να ζήσεις την χαρά, γιατί εγώ δεν την ζω”. Και έχουν αποδοχή αυτοί οι άνθρωποι. Είναι είρωνες και σαρκαστικοί. Είναι, συχνά, χαρισματικοί. Έχουν όμως μέσα τους μία ναρκισσιστική διάθεση για τον εαυτό τους, με αποτέλεσμα να μην επιτρέπουν ούτε σ’ εκείνον ούτε στον πλησίον τους να μπορεί να αφεθεί στις χαρές των μικρών πραγμάτων, όπως και των μεγαλύτερων που έχουν να κάνουν με χαρίσματα και συγκυρίες.
Παλιά οι άνθρωποι αυτοί περιορίζονταν στην γειτονιά. Ήταν οι γεροντοκόρες, οι οποίες για λόγους που δεν εξηγούνταν πάντοτε, δεν μπορούσαν να κάνουν οικογένεια. Έτσι, έβγαζαν κακία σε όσες κοπέλες είχαν σχέση και προχωρούσαν στην ζωή τους. Ήταν οι φθονεροί, τύπου Σαλιέρι, που έβλεπαν τους Μότσαρτ της ζωής να πετυχαίνουν με το ταλέντο και τις συγκυρίες που ευνοούσαν. Ήταν όμως και εκείνοι που παρέμεναν ανικανοποίητοι στην ζωή τους, σαν να τους χρωστούσε εκείνη κάτι, εκείνοι που είχαν μέσα τους τραύματα από απορρίψεις είτε της οικογένειας είτε εκείνων στους οποίους επένδυσαν είτε λόγω των δικών τους δυνατοτήτων που δεν έφταναν για παραπάνω, με αποτέλεσμα να αισθάνονται φθόνο για όσους πετύχαιναν, μολονότι οι ίδιοι κάποτε πετύχαιναν περισσότερα κι από τους άλλους. Δεν τους αρκούσε όμως αυτό. Έπρεπε να μειωθούν οι άλλοι. Σαν εκείνο τον αρχαίο τύραννο της Μιλήτου Θρασύβουλο, που έκοβε τα στάχυα που ξεχώριζαν, δηλαδή εκείνους που βρίσκανε αγάπη από τον λαό, μην τυχόν και του πάρουν την θέση. Έτσι και οι τοξικοί άνθρωποι. Μειώνουν όσους πετυχαίνουν κάτι, μόνο και μόνο για να μη φανούν κατώτεροι.
Η Εκκλησία μάς ζητά να αποφεύγουμε τον φθόνο. Τον θεωρεί βαρύτατο αμάρτημα, όχι μόνο διότι συνεπάγεται την κατάργηση της αγάπης, αλλά και γιατί στο σώμα του Χριστού χωρούμε όλοι. Η ενότητα έρχεται μέσα από την ταπείνωση. Και ταπεινός είναι αυτός που χαίρεται με την χαρά και την πρόοδο του άλλου, ακριβώς διότι νιώθει πως ο πλησίον είναι ο αδελφός του. Θέλει αγώνα εντός και υπομονή, ώστε η τοξικότητα να μη μας καταπιεί.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύτηκε στην “Ορθόδοξη Αλήθεια”
στο φύλλο της Τετάρτης 11 Ιανουαρίου 2023