Η ΕΠΑΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ
Ένα από τα συνήθη φαινόμενα της ζωής, το οποίο τους καλοκαιρινούς μήνες ιδίως στους τουριστικούς προορισμούς αυξάνεται, είναι κι αυτό της επαιτείας. Αν καθίσουμε να πιούμε έναν καφέ σε δημόσιο χώρο ή να φάμε κάτι, θα περάσουν συνάνθρωποί μας, οι οποίοι είτε θα παρακαλέσουν για οικονομική βοήθεια αφηγούμενοι μια δακρύβρεχτη ιστορία, ή βάζοντας μικρά παιδιά μπροστά ή περιγράφοντας τον αγώνα τους για απεξάρτηση από τα ναρκωτικά, είτε θα λειτουργήσουν με επιθετικότητα και κατηγορίες περί ασπλαχνίας, είτε θα ζητήσουν κάτι για φαγητό. Δεν χωρά λογική συζήτηση με αυτούς τους ανθρώπους. Να τους υποδείξει κάποιος ότι φαγητό μπορούνε να βρούνε πολύ εύκολα στις δομές της Εκκλησίας και της τοπικής αυτοδιοίκησης, ότι θα μπορούσαν να πιάσουν κάπου δουλειά, ότι θα ήταν προτιμότερο να λένε την αλήθεια για τα κίνητρά τους και όχι να εφευρίσκουν ψέματα, ότι έχει σημασία οι ίδιοι να αποτινάξουν την εκμετάλλευση που υφίστανται από διάφορα κυκλώματα, ότι αξίζει κάποιος να παλεύει να βγει από την όποια κατάσταση ζει και όχι να επαναπαύεται, διαλύοντας την αξιοπρέπειά του. Όλα αυτά μοιάζουν κηρύγματα, χωρίς αξία.
Η επαιτεία λύνεται με την αύξηση της αστυνόμευσης; Η απάντηση είναι αρνητική. Αλλάζει τόπο, όχι τρόπο. Το παράδοξο είναι ότι οι αυθεντικά πτωχοί, αυτοί που έχουν πραγματική ανάγκη, δεν γυρίζουν στους δρόμους, αλλά, κρατώντας την αξιοπρέπειά τους, απευθύνονται εκεί που γνωρίζουν ότι θα πάρουν βοήθεια που θα τους ανακουφίσει, χωρίς όμως να σταματήσουν να αγωνίζονται να βρούνε εργασία, προκειμένου να έχουν την δυνατότητα οι ίδιοι να λειτουργούν ανεξάρτητα.
Η επαιτεία όμως είναι και ένα σύμπτωμα απουσίας χριστιανικότητας και ανθρωπιάς στους κοινωνικούς μηχανισμούς. Η επαιτεία ντροπιάζει το δημοκρατικό μας σύστημα και την ισότητα ευκαιριών που δικαιούνται όλοι οι άνθρωποι και χρειάζεται πολιτική ενεργοποίηση. Την ίδια στιγμή φανερώνει και την ανεπάρκεια της Εκκλησίας να επιλύσει τα ανθρώπινα προβλήματα, όσο κι αν προσπαθεί, όσο κι αν το διαφημίζει. Ένα πιάτο φαγητό, ένα ποτήρι νερό, λίγα ρούχα, μία επίσκεψη σε έναν άρρωστο και σε έναν φυλακισμένο, η συμπαράσταση στους ξένους είναι τα κριτήρια της αγάπης, όμως το ερώτημα είναι κατά πόσον αυτά από μόνα τους αλλάζουν τον κόσμο ή αλλάζουν μόνο εμάς.
Το να είμαστε οι χριστιανοί ευαίσθητοι στις ανάγκες του άλλου είναι το αυτονόητο. Το ερώτημα είναι κατά πόσον θα δεχόμαστε να μας εξαπατούν και να μένουμε στην αναπαυμένη συνείδηση ότι τουλάχιστον εμείς συνδράμαμε τυπικά. Το Γεροντικό της ερήμου είναι γεμάτο από ιστορίες στις οποίες άγγελοι μεταμφιέζονται σε φτωχούς για να δοκιμάσουν τη εξάρτηση των ασκητών από τα υλικά αγαθά, την ανάγκη της ανταπόδοσης για τον κόπο που καταβάλλουν, το ακατάκριτο στον πλησίον. Κατά πόσον όμως αυτό λύνει κοινωνικά προβλήματα είναι μεγάλο ερώτημα. Οι ασκητές αγωνίστηκαν και αγωνίζονται να σώσουν την ύπαρξή τους και να δώσουν αγάπη. Εμείς οι εν τω κόσμω έχουμε κληθεί να συμμετέχουμε στον αγώνα για μια πιο δίκαιη κοινωνία, στην οποία ο διπλανός μας δεν είναι ξένος, αλλά συνάνθρωπος. Το κριτήριό μας μπορεί να είναι μόνο τα λίγα ή τα πολλά Ευρώ ή και η αλλαγή νοοτροπίας και ο αγώνας ο πλησίον μας να αισθανθεί ότι υπάρχουν τρόποι εξόδου από την επαιτεία; Είναι μόνο η ελεημοσύνη εντολή ή και η εργασία; Μήπως ήρθε ο καιρός να τα συνδυάσουμε και τα δύο;
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην “Ορθόδοξη Αλήθεια”
Στο φύλλο της 31ης Ιουλίου 2019