Η ΓΛΩΣΣΑ ΤΗΣ ΥΠΟΣΧΕΣΗΣ, Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ, Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΚΑΙ ΟΙ ΝΕΟΙ
Η γλώσσα, στην χρήση της, επιτελεί τρεις κύριες λειτουργίες: περιγράφει, υπόσχεται, προτρέπει. Μ’ αυτές οι επικοινωνιολόγοι χτίζουν μηνύματα για όλους. Στην πολιτική, στην διαφήμιση, στον χώρο των ΜΜΕ το τρίπτυχο αυτό είναι καίριας σημασίας. Η περιγραφή απευθύνεται στην λογική. Η υπόσχεση στο συναίσθημα. Η προτροπή και στα δύο. Από πίσω κρύβεται η επιθυμία του ανθρώπου να έχει την αίσθηση ή την ψευδαίσθηση ότι ο κόσμος εξαρτάται και από αυτόν, ότι αποφάσεις, κινήσεις, σχέσεις, αγαθά νοηματοδοτούνται με την παρουσία του ίδιου!
Η γλώσσα έτσι λειτουργεί ως όχημα αλήθειας και ψεύδους. Ιδίως στην πολιτική, η οποία λειτουργεί με την υπόσχεση ως κινητήρια δύναμη ότι «μέρες καλύτερες θα έρθουν», ότι «εμείς μπορούμε καλύτερα» , ότι «κάναμε ό,τι μπορούσαμε, δώστε μας την δύναμη να συνεχίσουμε», αλλά και στην θρησκεία. Παράδοξο ή όχι, οι θρησκείες είναι στηριγμένες στις υποσχέσεις γι’ αυτήν την ζωή, αλλά και για την αιωνιότητα, για το μετά τον θάνατο. Οι πιστοί της θρησκείας αξίζουν το μέλλον, διότι σ’ αυτήν την ζωή κάνουν ό,τι μπορούν για να ευχαριστήσουν την ανώτερη δύναμη που κρατά στα χέρια της την ύπαρξή τους. Όσοι ακολουθούν, συμμορφούμενοι με τις θρησκευτικές επιταγές, θα απολαύσουν δόξα, κάποτε και ηδονές τις οποίες στερήθηκαν σ’ αυτήν την ζωή ή θα μετενσαρκωθούν σε κάτι διαφορετικό, για να ζήσουν την χαρά.
Οι νέοι στους καιρούς μας έχουν παραιτηθεί από τις μεγάλες αφηγήσεις, οι οποίες περιλαμβάνουν το όνειρο. Ζώντας την ηδονή της εικονικής πραγμάτωσης των επιθυμιών τους ή της θέασης τής πραγματοποίησής τους μέσω των άλλων, με την δυνατότητα της επανάληψης καθώς αρκεί μία συσκευή και μία σύνδεση στο Διαδίκτυο, λειτουργούν μηχανικά. Η ελλιπής παιδεία, όπως και η απο-πολιτικοποίηση, αποτέλεσμα συστηματικής προσπάθειας τόσο των πολιτικών όσο και του οικονομοκεντρικού συστήματος, με σκοπό για την συμμετοχή στην πολιτική κριτήριο να είναι το ατομικό όφελος και όχι το κοινό καλό, δεν επιτρέπουν την έγνοια για την περιγραφή. Για να παρακολουθήσουν, χρειάζεται να ενδιαφέρονται, αλλά και να κρίνουν. Η υπόσχεση είναι βολική. Και έχουν την δικαιολόγηση της ηλικίας για το αψήφιστο της εκλογής των.
Η Εκκλησία, στην θεσμική της διάσταση, δεν φαίνεται να προβληματίζεται ιδιαίτερα στο επίπεδο αυτό. Ενώ η παράδοσή μας αξιοποιεί και τις τρεις χρηστικές λειτουργίες της γλώσσας, με έμφαση στην περιγραφή και την προτροπή, ζώντας την υπόσχεση ως πραγματικότητα στην θεία λειτουργία, στην κοινότητα της αγάπης, στην μετάνοια, στο κοίταγμα του άλλου ως εικόνας Θεού, σήμερα δείχνουμε να έχουμε βολευτεί στην νοοτροπία ότι φταίνε οι άλλοι για την κρίση, ότι η υλική βοήθεια είναι το μείζον, ότι σημασία έχει να κρατήσουμε την εξουσιαστική μας θέση, ότι οι άνθρωποι ακολουθούν την πίστη από φόβο για τον θάνατο και από την υπόσχεση της αιώνιας ανάπαυσης. Έτσι βλέπουμε και νέους και μεγαλύτερους να αδιαφορούν στην πλειονοψηφία τους ή να ακολουθούν την πίστη ως θρησκεία, δηλαδή ως συνήθεια. Επειδή είμαστε ορθόδοξοι, έχουμε την αίσθηση ότι η κρίση αθεΐας, είτε ως πεποίθησης είτε ως αδιαφορίας, που ζει η Δύση δεν θα μας αγγίξει. Ο παγκοσμιοποιημένος πολιτισμός όμως δεν κάνει διακρίσεις!
Η απάντηση της Εκκλησίας είναι το Πρόσωπο του Χριστού. Η υπόσχεση της παρουσίας Του όμως συνδυάζεται με την προτροπή της αποστολής να ανοιχτούμε και να μην επαναπαυτούμε. Ας προβληματιστούμε!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην “Ορθόδοξη Αλήθεια”
στο φύλλο της Τετάρτης 26 Ιουνίου 2019