ΕΙΣ ΗΝ ΦΥΛΗΝ ΟΥΔΕΝ ΠΕΡΙ ΙΕΡΩΣΥΝΗΣ ΜΩΥΣΗΣ ΕΛΑΛΗΣΕ
«Πρόδηλον γάρ ὅτι ἐξ Ἰούδα ἀνατέταλκεν ὁ Κύριος ἡμῶν, εἰς ἥν φυλήν οὐδέν περί ἱερωσύνης Μωυσῆς ἐλάλησεν» (Ἑβρ. 7, 14)
«Γιατί ὅλοι γνωρίζουμε πώς ὁ Κύριος γεννήθηκε ἀπό τήν φυλή τοῦ Ἰούδα, γιά τήν ὁποία ὁ Μωυσῆς δέν ἔκανε καθόλου λόγο γιά ἱερωσύνη»
Ὅλα τά γεγονότα στήν ζωή τοῦ Κυρίου μας, χωρίς νά ἀφίστανται ἀπό τά δεδομένα τῆς ἀνθρώπινης φύσης δίχα ἁμαρτίας, ἔχουν ἕναν χαρακτῆρα ἀνακαίνισης. Εἶναι μία ἀνατροπή τῶν συμβάσεων, τίς ὁποῖες οἱ ἄνθρωποι ἔχουν συνηθίσει. Γεννιέται μέ φυσικό τρόπο, ἀλλά ἡ σύλληψίς του δέν γίνεται κατά τόν φυσικό τρόπο. Ἡ μητέρα Του γεννᾶ ἄνευ ὠδίνων. Καταδέχεται περιτομή, τό ὄνομά Του ὅμως «Ἰησοῦς» δέν εἶναι δοσμένο ἀπό τούς ἀνθρώπους ἀλλά ἀπό τόν Θεό, καθώς ὁ ἀρχάγγελος Γαβριήλ, κατά τόν Εὐαγγελισμό, τό ζήτησε ἀπό τήν Παναγία καί ὁ ἴδιος ἀρχάγγελος ἐμφανίστηκε στό ὄνειρο τοῦ Ἰωσήφ γιά τήν θεραπεία τῶν λογισμῶν ἀμφιβολίας του καί ζήτησε τό ἴδιο ὄνομα ἀπό τόν προστάτη τῆς Θεοτόκου. Βαπτίζεται στόν Ἰορδάνη ποταμό καί βγαίνει ἀμέσως ἀπό τό νερό, καθώς δέν ἔχει κάποια ἁμαρτία νά ἐξομολογηθεῖ. Ὅλοι εὐλογοῦνται ἀπό τόν Πρόδρομο καί Αὐτός τόν εὐλογεῖ, ὅπως καί τά νερά τοῦ ποταμοῦ. Στήν διδασκαλία Του προσλαμβάνει τά ἀνθρώπινα καί τά ἀνακαινίζει, ἀνατρέποντας τήν ἀντίληψη πού ὁ κόσμος ἔχει γιά τό ποιό εἶναι τό βαθύτερο νόημα τῆς ἀλήθειας. Ἀκόμη καί στόν θάνατο, παραιτεῖται ἑκούσια ἀπό τό δικαίωμα κατά ἄνθρωπον στήν ἀθανασία. Καί στήν ταφή Του «ἡ σάρξ διαφθοράν οὐκ εἶδεν». Καί δέν παρέμεινε στόν Ἅδη, ἀλλά ἀναστήθηκε, γενόμενος πρωτότοκος τῶν νεκρῶν. Καί δέν ἔμεινε ὅμως μέ τήν φυσική Του παρουσία κοντά μας, ἀλλά ἀνελήφθη στούς οὐρανούς. Καί θά ξαναέρθει «κρῖναι ζῶντας καί νεκρούς», μέ τήν δική Του δύναμη!
Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τήν ἐπίσκεψή Του στόν ναό, γιά τήν τελετή τοῦ καθαρισμοῦ, τόν σαραντισμό, ὅπως ὀνομαζόταν. Κι ἐκεῖ ὁ Χριστός, ἀντί νά εὐλογηθεῖ ἀπό τόν ἱερέα Συμεών, Τόν εὐλογεῖ! Ἀντί νά Τόν περιμένει ὁ ἀρχιερέας τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, Τόν κρατᾶ στά χέρια του ὁ πλέον γηρασμένος, ὁ πρεσβύτης, αὐτός πού τελειώνει καί τήν ἱερατική του σταδιοδρομία καί τήν ζωή μετά ἀπό ἐκείνη τήν στιγμή. Ὁ κόσμος πού παρέρχεται καί τό παιδίον νέον πού γίνεται ἡ ἀφετηρία τῆς καινούργιας ἐποχῆς. Ἀντί ὁ Συμεών νά δώσει εὐχές στήν νέα μητέρα καί νά μοιραστεῖ τήν χαρά τῆς γεννήσεως, τῆς προφητεύει δεινά, θάνατο, σημεῖον ἀντιλεγόμενον, τήν ῥομφαία πού θά διέλθει τήν ὕπαρξή της. Τίποτε ὅμως δέν θά εἶναι τό ἴδιο γιά τόν κόσμο καί τήν ζωή, μετά ἀπό αὐτά τά γεγονότα!
Ἀλλά καί ἡ ἱερωσύνη πού ἔρχεται νά δώσει ὁ Χριστός εἶναι πλέον καινούργια. Μέχρι τότε οἱ ἱερεῖς τῶν Ἰουδαίων προέρχονταν ἀπό τήν φυλή τοῦ Λευί, διότι σ’ αὐτήν δόθηκε ἀπό τόν Μωυσῆ τό δικαίωμα καί ἡ εὐλογία. Ὁ Χριστός ὅμως εἶναι «ἱερεύς εἰς τόν αἰῶνα», μολονότι καταγόταν ἀπό τήν φυλή τοῦ Ἰούδα. Δείχνει ἔτσι στήν ἀνθρωπότητα ὅτι ἡ διακονία τοῦ Θεοῦ ἀπό τόν ἄνθρωπο δέν εἶναι ἕνα κλειστό ἐπάγγελμα, ἀλλά μία δωρεά πού δίδεται σέ ὅλους καί ὅτι ἐάν ἀκολουθοῦμε τόν Χριστό, τότε λαμβάνουμε τήν πεμπτουσία τῆς ἱερωσύνης, πού εἶναι ἡ δοξολογία στόν Θεό γιά κάθε τι πού μᾶς ἔδωσε καί μᾶς δίδει, τήν προτροπή τῆς ἀντιπροσφορᾶς ὡς εὐγνωμοσύνης τῶν δώρων τοῦ κόσμου. Στήν θεία λειτουργία τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου, στήν ζωή μας τῶν σχέσεών μας, τῶν ἀγαθῶν μας, τῆς καθημερινότητάς μας, τοῦ χρόνου μας τοῦ ἴδιου, τῆς ἀποδοχῆς τῆς ἀγάπης πού ὁ Θεός μᾶς δίδει καί τήν ἀνταπόδοση αὐτῆς τῆς ἀγάπης στόν συνάνθρωπο, στόν κόσμο, στόν ἴδιο μας τόν ἑαυτό.
Εἶχε λόγο ὁ Χριστός πού γεννήθηκε ἀπό τήν γενιά τοῦ Ἰούδα, δηλαδή ἀπό τήν γενιά τοῦ Δαβίδ. Ἐκπλήρωσε τήν προφητεία γιά τόν Μεσσία. Ὅμως προσέθεσε στόν ἑαυτό Του καί κατά συνέπειαν σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους πού θά Τόν ἀκολουθοῦσαν, τήν νέα ἱερωσύνη, πού καθιστοῦσε περιττή τήν θυσία τῶν ζώων. Διότι ἔγινε ὁ Ἴδιος θυσία γιά ὅλους μας, θυσία θανάτου πού ἔφερε ζωή, θυσία παραίτησης ἀπό τήν παντοδυναμία ἔναντι τοῦ κόσμου, θυσία ἐγκατάλειψης τοῦ ἑαυτοῦ Του ὡς ἀνθρώπου καί ἀπό τόν Θεό Πατέρα ἐπάνω στόν Σταυρό. Καί εἶναι ἡ πρόσληψη τῆς ἱερωσύνης τοῦ Χριστοῦ προτροπή γιά μᾶς νά δοῦμε τήν ζωή μας καί νά τήν βιώσουμε μέ τήν εὐτυχία τῆς θυσίας γιά τόν συνάνθρωπο, μέ τήν ἔγνοια μας γιά ἐκεῖνον, μέ τό ἀγκάλιασμα τῆς συγχώρησης, μέ τήν συνύπαρξη στήν κοινότητα τῆς Ἐκκλησίας.
Ἡ ἱερωσύνη τοῦ Χριστοῦ ἀποκαλύπτεται στήν παιδικότητα τῆς ἡλικίας Του. Ὁ Συμεών βλέπει αὐτή τή νέα ἱερωσύνη στό βρέφος πού ἐναγκαλίζεται. Αὐτό εἶναι ἕνα ἀκόμη στοιχεῖο τῆς ἱερωσύνης. Ἡ ἐπιστροφή μας ὄχι στήν χρονικότητα τῆς παιδικῆς ἡλικίας, ἀλλά στήν νηπιότητα ὡς πρός τήν κακία, στό χαμόγελο γιά τήν κάλυψη τῆς μίας καί μοναδικῆς ἀνάγκης πού ὁ ἄνθρωπος ἔχει γιά νά ἐπιβιώσει καί νά εὐτυχήσει: τοῦ νά δώσει καί νά πάρει ἀγάπη. Στήν ἐλπίδα πού ἕνα παιδί πάντοτε φέρει μαζί του. Στήν μνήμη ὅτι στόν ναό τοῦ Θεοῦ βρίσκουμε τήν ἀληθινή μας οἰκογένεια. Στό ΝΑΙ σε ὅλους πού θέλουν νά ἀγκαλιάσουν ἕνα παιδί. Δέν εἶναι μόνο λόγος ἡ ἱερωσύνη. Εἶναι ἡ ἐπαναφορά μας στήν τρυφερότητα τῆς σχέσης μέ τόν πλησίον, ὅταν αὐτή στηρίζεται στήν χάρη τοῦ Θεοῦ, στήν ἀποδοχή τῆς ὀμορφιᾶς, τῆς ἀξίας τῆς κάθε στιγμῆς! Διότι ὅταν κρατᾶμε στήν ἀγκαλιά μας ἕνα παιδί, δέν μᾶς νοιάζει τί σκεφτόμαστε πρίν ἤ μετά, ἀλλά χαιρόμαστε! Ἐκείνη ἡ στιγμή, ὅσο κι ἄν κρατήσει, μόνο χαρά περικλείει! Κι αὐτή εἶναι ἡ ἀποστολή τῆς ἱερωσύνης! Νά δώσει τήν χαρά τοῦ Θεοῦ!
Ἡ ἀνατροπή τῶν δεδομένων τοῦ κόσμου καί τῆς ζωῆς γίνεται διά τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ ὡς τῆς ὄντως ἀγάπης καί τῆς ὄντως ζωῆς! Ἄς μή τό λησμονοῦμε στήν καθημερινότητά μας. Ἄς μή μένουμε στούς τύπους τῆς ἐκκλησιαστικῆς ζωῆς καί ἄς δοῦμε τήν ἱερωσύνη, κλῆρος καί λαός, τόσο τήν βαπτισματική πού λάβαμε ὅλοι, ὅσο καί τήν χαρισματική πού ἡ Ἐκκλησία διά τοῦ ἐπισκόπου προσφέρει πρός εὐλογίαν τῶν πολλῶν, ὡς εὐχαριστία καί θυσία, ἀλλά καί ὡς τήν ἀλήθεια γιά τήν πορεία τήν ὁποία κληθήκαμε νά ἀκολουθήσουμε. Ζῶντας τόν Χριστό καί μέ τήν βοήθειά Του, ἐπικαλούμενοι τήν παρουσία Του, ἄς τόν κρατοῦμε στήν ἀγκαλιά τῆς ὕπαρξής μας κοινωνῶντας Τον στό μυστήριο τῆς Θείας Εὐχαριστίας. Ἔνθυμούμενοι ὅτι κληθήκαμε νά ζήσουμε τήν ζωή μας μέχρι τήν τελευταία της στιγμή, μέχρι τό «νῦν ἀπολύεις» περιμένοντας τόν ἁγιασμό μας, ὅπως ὁ Συμεών. Καί ἄς γίνει ἡ ζωή μας μία συνεχής προσπάθεια ὑπαπαντῆς, συνάντησής μας μέ τόν Χριστό ἐν τῇ ἀγάπῃ πού δίνει χαρά αἰωνιότητας!
Κέρκυρα, 2 Φεβρουαρίου 2020
Τῆς Ὑπαπαντῆς