ΓΙΑΤΙ ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΜΑΣ ΠΡΟΚΑΛΟΥΝ ΛΥΠΗ;
«Ἕκρινα δέ ἐμαυτῷ τοῦτο, τό μή πάλιν ἐν λύπῃ ἐλθεῖν πρός ὑμᾶς. Εἰ γάρ ἐγώ λυπῶ ὑμᾶς, καί τίς ἐστιν ὁ εὐφραίνων με εἰ μή ὁ λυπούμενος ἐξ ἐμοῦ;… ᾯ δέ τι χαρίζεσθε, καί ἐγώ. Καί γάρ ἐγώ εἴ τι κεχάρισμαι ᾧ κεχάρισμαι, δι’ ὑμᾶς ἐν προσώπῳ Χριστοῦ, ἵνα μή πλεονεκτηθῶμεν ὑπό τοῦ σατανᾶ. Οὐ γάρ αὐτοῦ τά νοήματα ἀγνοοῦμεν» (Β’ Κορ. 2, 1-2 και 10-11)
«Γι’ αυτό έκρινα σωστό να μη σας φέρω λύπη, όταν θα έρθω ξανά κοντά σας. Γιατί αν εγώ σας προκαλώ λύπη, τότε θα πρέπει να παίρνω χαρά από κείνους που στενοχωρώ… Σε όποιον εσείς συγχωρείτε κάτι, συγχωρώ κι εγώ. Γιατί κι εγώ, ό,τι έχω συγχωρήσει-αν υπήρχε κάτι να συγχωρήσω-το έκανα για χάρη σας ενώπιον του Χριστού. Έτσι, δε θα βγει κερδισμένος από μας ο σατανάς. Γνωρίζουμε καλά τις επιδιώξεις του».
Σύνηθες φαινόμενο στις ανθρώπινες σχέσεις είναι η λύπη. Δεν μιλούμε για λύπη που πηγάζει από την φυσική μας φθορά, την αρρώστια, τον πόνο, τον θάνατο. Συνειδητά ή ασυνείδητα πράξεις, συμπεριφορές, χαρακτήρες γεννούν συναισθήματα λύπης, άλλοτε επιφανειακής, άλλοτε βαθιάς στις καρδιές μας. Συνήθως η λύπη έρχεται όταν ο άλλος δεν συμμερίζεται τις επιδιώξεις, τις ιδέες, τον τρόπο που θέλουμε να προχωρήσουμε στην ζωή. Διότι η λύπη έχει να κάνει με τους ανθρώπους που αγαπούμε και νοιαζόμαστε γι’ αυτούς. Αυτοί που δεν μας ενδιαφέρουν, ακόμη κι αν μας στενοχωρήσουν για κάτι, δεν ανοίγουν τον δρόμο ώστε η λύπη να εισχωρήσει στην καρδιά μας, να κρατήσει. Λύπη υπάρχει όπου υπάρχει αγάπη ή όπου θα θέλαμε να υπάρχει αγάπη.
Λύπη υπάρχει και όπου υπάρχει ματαιωμένο συμφέρον. Είναι λεπτή στην ψυχή η σύνδεση του συμφέροντος με την αγάπη. Αγαπούμε αυτούς που, εκτός από την ανταπόδοση της αγάπης, εξυπηρετούν και τα συμφέροντά μας. Κατά βάθος, συχνά το συμφέρον βαφτίζεται αγάπη και απαίτηση από τον άλλον, με αποτέλεσμα να έρχεται έντονη η λύπη. Είναι δύσκολο στα ανθρώπινα να βρούμε αγάπη ανιδιοτελή. Έχουμε όμως την ιδέα ότι εμείς αγαπούμε έτσι και περιμένουμε ανταπόδοση και γι’ αυτό πικραινόμαστε. Κάθε ίχνος όμως προσδοκίας από την αγάπη, δείχνει ότι η ανιδιοτέλεια δεν έχει κατορθωθεί. Γι’ αυτό και η λύπη.
Στην εκκλησιαστική ζωή οι ανθρώπινες σχέσεις δεν διαφέρουν από τους άλλους χώρους. Μολονότι η αγάπη είναι η κυρίαρχη εντολή, μολονότι το πρότυπο του Θεανθρώπου Χριστού είναι ακριβώς το πρότυπο της ανιδιοτελούς αγάπης, οι μικρότητες των καρδιών μας, οι ατέλειές μας, γεννούν λύπες. Παραπικρασμούς. Λογισμούς εις βάρος των άλλων. Ένα αίσθημα αυτοδικαίωσης. Εγώ αγαπώ, γιατί οι άλλοι δεν με αγαπούν; Εγώ έχω ανάγκη, γιατί οι άλλοι δεν την ικανοποιούν; Εγώ παραδέχομαι την αδυναμία μου, οι άλλοι γιατί δεν σπεύδουν να με στηρίξουν σ’ αυτήν; Η λύπη έρχεται επειδή περιμένουμε πάλι από τους άλλους να είναι σωστοί έναντί μας, να τηρήσουν τις εντολές του Χριστού, να καταστήσουν την Εκκλησία κοινότητα τελείων και αγίων. Μια ματιά εντός μας θα μας έδειχνε ότι η αφετηρία της λύπης βρίσκεται εντός μας, στην δική μας ατέλεια, που όμως δεν γίνεται ταπείνωση, αλλά απαίτηση.
Ο απόστολος Παύλος, γράφοντας στους Κορινθίους, επισημαίνει ότι δεν βιάζεται να τους επισκεφθεί, διότι νιώθει ότι η παρουσία του θα τους φέρει λύπη, καθώς οι Κορίνθιοι βρίσκονται σε σύγχυση. Κάποιοι χριστιανοί ιεραπόστολοι έχουν έρθει στην Κόρινθο και με το κήρυγμά τους ενέσπειραν σύγχυση, αμφισβητώντας την πίστη που ο Παύλος τους μετέφερε, ιδίως στο ζήτημα της τήρησης του μωσαϊκού νόμου. Σ’ αυτήν την αναστάτωση, ενώ θα περίμενε κάποιος ο Παύλος να πάει να ξεκαθαρίσει τα πράγματα, εντούτοις διαπιστώνει ότι ο απόστολος βλέπει ότι η παρουσία του θα φέρει λύπη στις καρδιές των ανθρώπων, διότι θα τους αναγκάσει να πάρουν θέση. Θα τους αναγκάσει να μαλώσουν. Δεν θα επιφέρει ενότητα αλλά διχόνοια. Προτιμά λοιπόν να γράψει στους Κορινθίους, ώστε να τους δώσει τον χρόνο να σκεφτούν τι έχει συμβεί και πού έγκειται η αλήθεια, όχι όμως να τους λυγίσει συναισθηματικά με την παρουσία του ως πατέρα που αναγκάζει τα παιδιά του να τον ικανοποιήσουν.
Η λύπη δεν διορθώνεται με τον εξαναγκασμό, με το ζόρι, αλλά φεύγει από την καρδιά μας εν ελευθερία. Όταν κατανοήσουμε τι την προκάλεσε. Όταν κάνουμε την αυτοκριτική μας. Όταν διαπιστώσουμε ότι δεν μπορούν τα πράγματα να πορεύονται κατά το συμφέρον μας, ενώ και οι άνθρωποι δεν είναι όπως τους θέλουμε. Δεν μπορούμε να τους εξαναγκάσουμε να φερθούν κατά πώς κρίνουμε εμείς ότι είναι το σωστό. Είναι επώδυνο να μπορείς να πιέσεις τον άλλον, να μπορείς να τον υποχρεώσεις να κάνει αυτό που εσύ νομίζεις ως σωστό, να σου ανταποδώσει αυτό που του προσφέρεις και να μην ασκείς την εξουσία σου. Κατανοείς ότι μπορεί να μην δικαιωθεί η στάση σου ποτέ. Γνωρίζεις όμως ότι πάνω από την δύναμη της επιβολής, υπάρχει η αναμονή και η υπομονή της ελευθερίας του άλλου. Δεν πρέπει ο άλλος να μένει χωρίς νουθεσία. Δεν πρέπει όμως και να εξαναγκάζεται να ακολουθεί τον δρόμο που εμείς γνωρίζουμε ότι είναι σωστός, αλλά που θα του επιφέρει λύπη.
Η λύπη που οι άλλοι μας προκαλούν βρίσκει ίαση όταν συγχωρούμε. Όταν τους δίνουμε τον χρόνο που χρειάζονται για να δούνε την αλήθεια, αλλά και όταν έχουμε πάρει την απόφαση να μην επιτρέψουμε στον σατανά, τον πατέρα της λύπης, της διχόνοιας, της ακαταστασίας να κυριαρχήσει. Η δική μας καρδιά είναι το κέντρο. Ας αντιτάξουμε τον σεβασμό στην ελευθερία του άλλου, την συγχώρηση, την υπομονή, κυρίως όμως την επίγνωση της αλήθειας, όπως και των ορίων μας. Με ταπείνωση ας μάθουμε να περιμένουμε. Και ας μην αφήνουμε στους λογισμούς της λύπης, οι οποίοι είναι συνδεδεμένοι με την αυτοδικαίωσή μας να κυριαρχούν στην καρδιά μας. Στον αγώνα αυτό η δική μας σχέση με τον Χριστό και το ήθος της Εκκλησίας είναι η βάση.
Η αγάπη ξέρει να περιμένει!
Κέρκυρα, 22 Σεπτεμβρίου 2019