ΒΙΒΛΙΑ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΣΑΜΕ 46- ΜΑΡΓΚΑΡΕΤ ΑΤΓΟΥΝΤ, «Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΘΕΡΑΠΑΙΝΙΔΑΣ», μτφρ. Αύγουστος Κορτώ, εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ
Η μετανεωτερική εποχή μας παρουσιάζει συχνά ως εχθρό της κοινωνίας και της προόδου τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό. Κατακτήσεις της νεωτερικότητας με έμφαση την δημοκρατία, την αυτοδιάθεση, τον φεμινισμό, την ανεξιθρησκία, τον ορθολογισμό φαίνεται ότι τίθενται εν αμφιβόλω καθώς ο κόσμος μας πορεύεται σε αδιέξοδα εξαιτίας της περιβαλλοντικής κρίσης, της ανασφάλειας που η παγκοσμιοποίηση προκαλεί, της μετακίνησης των πληθυσμών, του φόβου για την ποιότητα των σχέσεών μεταξύ των ανθρώπων. Σε τέτοιες περιόδους υπάρχει ανάγκη εύρεσης στηριγμάτων, ταυτότητας, ασφάλειας. Και αυτή η ανάγκη αποτυπώνεται από ένα σύνθημα το οποίο πολλοί, ιδίως στον θρησκευτικό χώρο, αναπαράγουν χωρίς επίγνωση του τι σημαίνει: «επιστροφή με κάθε τρόπο στο χτες».
Είναι ουτοπία όμως η επιστροφή στο χτες. Ο κόσμος έχει αλλάξει και μόνο μία ολοσχερής καταστροφή των δομών του, των μηχανισμών που παράγουν πολιτισμό και ρυθμίζουν την καθημερινότητά μας, δηλαδή της τεχνολογίας, θα γεννήσει ρεαλιστικές συνθήκες επιστροφής σε ένα παρελθόν το οποίο στην πραγματικότητα κανείς δε νοσταλγεί. Δεν είναι μόνο η ποιότητα των ανθρώπινων σχέσεων σε διαπροσωπικό, αλλά και σε διαφυλικό επίπεδο που δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από τον άνθρωπο του «εγώ». Οι θεσμοί και οι αξίες επέβαλαν μία υποκριτική παραμονή σε μία παράδοση, την οποία ουδείς είχε αποτιμήσει σε αξιακό επίπεδο, αλλά μόνο σε επίπεδο συνήθειας. Ποιος μπορεί να δεχτεί τον άντρα – αφέντη, τον άντρα καταπιεστή, τον άντρα που βιαιοπραγεί; Ποιος μπορεί να δεχτεί σχέσεις στις οποίες δεν είναι η αγάπη το ζητούμενο, αλλά η κοινωνική αποδοχή στο επίπεδο του φαίνεσθαι; Ποιος μπορεί να δεχτεί την επιστροφή σε κοινωνίες στις οποίες γίνεται λόγος για αξιοκρατία, αλλά στην ουσία θριαμβεύει ο νεποτισμός, το ρουσφέτι, το «φύγε εσύ για να έρθω εγώ»; Ακόμα και σε θρησκευτικό επίπεδο ποιος μπορεί να νοσταλγήσει τον υποχρεωτικό εκκλησιασμό μετά τιμωρίας στους μαθητές που απουσιάζουν, την θεία κοινωνία για το καλό του χρόνου, την μόνιμη ενασχόληση με τα σεξουαλικά παραπτώματα; Αρκούσε κάποιος να είναι είτε υποκριτής είτε της «αγνότητος», για να θεωρηθεί καλός χριστιανός. Μια ματιά στο περιεχόμενο των βιβλίων του χτες είναι αρκετή, ακόμη και στην ερμηνεία της Αγίας γραφής.
Κανείς όμως δεν μπορεί να είναι ευχαριστημένος σήμερα με τον άνδρα που δεν αναλαμβάνει ευθύνες, που δεν έχει ταυτότητα, με τον νέο που δεν προβληματίζεται αλλά είναι εγκλωβισμένος στην εικόνα ενός κινητού ή ενός υπολογιστή, που φοβάται να ερωτευτεί και να αγαπήσει και μένει μόνο στο «σε θέλω». Γιατί να είμαστε ευχαριστημένοι με τις φεμινίστριες που θεωρούν την έκτρωση αντισύλληψη, που δεν τολμούν να πούνε στον εαυτό τους ότι το έμβρυο που έρχεται, έστω και ακούσια, είναι άνθρωπος, αλλά οχυρώνονται πίσω από ένα δικαίωμα αυτοδιάθεσης, το οποίο ορίζει ότι στον τέταρτο μήνα της κύησης το έμβρυο αναγνωρίζεται ως άνθρωπος; Πόσο ευχαριστημένοι μπορούμε να είμαστε με μία ποιότητα δημοκρατίας η οποία έχει παραδώσει την πολιτική στην οικονομία, που δεν γνωρίζει την αντίσταση στους Ισχυρούς, που δεν αποφασίζει ποιος συνδυασμός των παραδοσιακών αξιών με τις σύγχρονες προοπτικές μπορεί να λειτουργήσει ως εξισορροπητικός παράγοντας ανάμεσα στην ανάγκη για μνήμη και επομένως για α-λήθεια (μη λήθη) και στην ανάγκη για νόημα ζωής, το οποίο δεν έρχεται όταν είμαστε μόνο homo consumens, άνθρωποι που ταυτίζουμε την ευτυχία με την ικανοποίηση κάθε επιθυμίας, άσχετα είναι πραγματική ή τεχνητή;
Αυτές οι σκέψεις ήρθαν στον νου μας καθώς διαβάζουμε το εξαιρετικό μυθιστόρημα της Καναδής συγγραφέως Μάργκαρετ Άτγουντ «Η ιστορία της θεραπαινίδας» (μτφρ. Αύγουστος Κορτώ, εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ). Γραμμένο το 1985 προφητεύει μια Αμερική φονταμενταλισμού, θρησκοληψίας, επιστροφής στην Παλαιά Διαθήκη, μια Αμερική στην οποία οι γυναίκες θα είναι αντικείμενα επίλυσης του δημογραφικού προβλήματος, προελθόντος από ένα είδος οικολογικής καταστροφής και απώλειας της γονιμότητας. Η Άτγουντ περιγράφει το μεγάλο άγχος που οι θρησκείες καλούνται να υπερβούν: τι κάνουμε με το σώμα μας; Είναι αντικείμενο προς χρήση για αναπαραγωγή και μόνο ή είναι το όχημα διά του οποίου η ύπαρξή μας σχετίζεται, μοιράζεται, σώζεται; Τι σημαίνει «ερωτεύομαι»; Η Άτγουντ, ενώ είναι μεταμοντέρνα, στην ουσία θέτει τα αδιέξοδα της κυριαρχίας του ανθρώπινου «εγώ», στα οποία ο πειρασμός είναι ο ολοκληρωτισμός. Για το καλό της κοινωνίας θα υπάρξει μία άποψη. Και τι πιο βολικό για τις μάζες από το να είναι η θρησκεία αυτή που εκφράζει αυτή την πολιτική; Στο όνομα μιας μεταφυσικής, στο όνομα της υπέρβασης του μηδενισμού, ο προτεσταντισμός και οι παραφυάδες του, σε άμεση συνέργεια με όλες σχεδόν τις θρησκείες του κόσμου, μεταξύ των οποίων και ο μονοφυσιτικός χριστιανισμός, καταργεί τον έρωτα, καταργεί το πρόσωπο, τον ελεύθερο ακόμα και να αμαρτήσει άνθρωπο και γεννά μια τερατωδία. Στο όνομα του Θεού καταργούμε την ελευθερία, την αδελφοσύνη, την ισότητα, την αγάπη. Διαλέγουμε τους εκλεκτούς και περιθωριοποιούμε τους πολλούς.
Η βαθιά στοχαστική ματιά της Άτγουντ δείχνει ότι επικεφαλής αυτού του τραγικού νέου κόσμου είναι στην πράξη οι γυναίκες, οι σύζυγοι των κυβερνητών! Σαν την Σάρα της Παλαιάς Διαθήκης, οδηγούν τους άντρες τους να σμίξουν με τις παιδίσκες Άγαρ, με μόνη προϋπόθεση να μην τις ερωτευτούν, να μην τις φιλήσουν στο πρόσωπο, να μη δουν ουσιαστικά το πρόσωπό τους! Αυτές που έπρεπε να διαφυλάξουν την ελευθερία, την αυτοδιάθεση, τα δικαιώματα, να παλέψουν για έναν κόσμο αληθινής αγάπης, γίνονται οι φρουροί της αλλοτρίωσης! Πόσο κοντά βρίσκεται η παραφροσύνη του να επικροτείς αυτό που η φύση σου σε έχει τάξει να απεχθάνεσαι!
Διαβάζοντας το μυθιστόρημα δοξάζουμε τον Θεό που μας επέτρεψε να είμαστε ορθόδοξοι χριστιανοί, όχι όμως της φοβικής ορθοδοξίας, αλλά της ορθοδοξίας της ελευθερίας, της αγάπης, της συγχώρεσης, του σταυρού και της ανάστασης. Εκεί βρίσκεται, κατά τη γνώμη μας, η ταυτότητα που χρειάζεται να ξαναβρούμε. Αυτή που δεν απορρίπτει το σώμα, αλλά το καθιστά συνοδοιπόρο της ψυχής στην αγάπη. Αυτή που μας κάνει να εκτιμούμε ό,τι ο άνθρωπος έχει ανακαλύψει, αλλά να μην το θεοποιούμε! Αυτή που αναζητά στην σχέση με τον Χριστό και τον πλησίον, στην κοινότητα της Εκκλησίας τον σεβασμό στον κάθε άνθρωπο, ιδίως τον τραυματισμένο, αυτήν που δεν μπορεί να δεχθεί την έκτρωση ως δικαίωμα, αλλά που αγκαλιάζει την κάθε πονεμένη γυναίκα που δεν μπόρεσε να συνειδητοποιήσει τι κάνει. Αυτή που ζητά από τον Χριστό να ικανοποιήσει, να πληρώσει την δίψα για ευτυχία, την νοσταλγία του απόλυτου, που κάνει το εγώ να μοιράζεται, να προσφέρεται «όσω τις δύναται», που στο κάθε κομμάτι που φεύγει από την ύπαρξη για να δοθεί, βρίσκει την πληρότητα.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Κέρκυρα, 4 Φεβρουαρίου 2020