ΙΩΣΗΦ ΔΙΚΑΙΟΣ ΩΝ
«Ιωσήφ ο ανήρ αυτής, δίκαιος ων και μη θέλων αυτήν παραδειγματίσαι, εβουλήθη λάθρα απολύσαι αυτήν» (Ματθ. 1, 19)
«Κι ο Ιωσήφ ο μνηστήρας της, επειδή ήταν δίκαιος άνθρωπος και δεν ήθελε να την διαπομπεύσει, αποφάσισε να διαλύσει τον αρραβώνα χωρίς επίσημη διαδικασία».
Συχνά λέμε ότι αναζητούμε στην ζωή μας καλούς ανθρώπους για να μας στηρίξουν. Ξεκινούμε από την ανάγκη ο κόσμος να διέπεται από καλοσύνη, αλληλεγγύη, αλληλοβοήθεια. Ο καλός άνθρωπος δεν δέχεται να υστερούν οι άλλοι κι ο ίδιος να είναι ευτυχισμένος. Ο καλός άνθρωπος είναι πρόθυμος να συμπαρασταθεί, να στηρίξει, να μοιραστεί. Ο καλός άνθρωπος είναι έτοιμος να παλέψει να μην κρατήσει, να συγχωρήσει, να αφήσει πίσω ό,τι τον χωρίζει από τους άλλους. Δεν νιώθει ότι έχει εχθρούς. Και την ίδια στιγμή διακατέχεται από μία διακριτικότητα. Δεν κάνει θόρυβο, αλλά είναι έτοιμος να βάλει πλάτη χωρίς να ζητά κάποτε ούτε και ένα «ευχαριστώ». Και είναι εμφανές ότι έχουμε έλλειψη καλών ανθρώπων στους καιρούς μας, ίσως διότι οι άνθρωποι έχουμε αποθεώσει τον εγωκεντρισμό μας.
Το μεγάλο ερώτημα όμως είναι γιατί περιμένουμε να βρούμε καλούς ανθρώπους και δεν ξεκινούμε από εμάς. Να γίνουμε δηλαδή εμείς άνθρωποι της καλοσύνης και να ζήσουμε όλα αυτά τα ωραία χαρακτηριστικά που μας εμπνέουν κατά τα άλλα. Μία απάντηση μπορούμε να βρούμε στην αναφορά του ευαγγελιστή Ματθαίου για τον Ιωσήφ, τον μνηστήρα της Υπεραγίας Θεοτόκου και προστάτη του παιδίου Ιησού. «Δίκαιος ων».
Έχει πολλές προεκτάσεις η λέξη «δίκαιος». Επειδή οι άνθρωποι είμαστε πλασμένοι κατ’ εικόνα Θεού, μας έχει δοθεί η δικαιοσύνη από τον Δημιουργό μας. Η εκκλησιαστική μας παράδοση την ονομάζει «αρχέγονο». Η προαίρεσή μας όμως, η ελευθερία μας, μάς κάνει να την απορρίπτουμε ως σημείο της σχέσης μας με τον Θεό και να την οδηγούμε προς την ανθρώπινη πλευρά, αυτήν της ισονομίας, της τιμωρίας για να επανέλθει η τάξη, αλλά και του αισθήματος ότι ο καθένας μας, εξαιτίας των χαρισμάτων του δικαιούται να έχει περισσότερα από τους άλλους και οι άλλοι να τον διακονούν. Τραβούμε λοιπόν την γραμμή της δικαιοσύνης κατά το συμφέρον μας. Την αμαυρώνουμε έτσι, όπως και όλα τα στοιχεία του κατ’ εικόνα και γι’ αυτό ο Θεός γίνεται άνθρωπος, για να μπορέσουμε να έχουμε επίγνωση ότι η δικαιοσύνη είναι στοιχείο και του καθ’ ομοίωσιν και ότι δεν είμαστε μόνοι μας σ’ αυτόν τον δρόμο. Άλλωστε ο δικός μας αμαυρωμένος τρόπος θέασής της, έχει όριο τον θάνατο. Γι’ αυτό και με ην παρουσία του Χριστού και της δικαιοσύνης ουκ έστιν όριο.
Καλούμαστε λοιπόν να ζήσουμε την δικαιοσύνη πρωτίστως στον τρόπο της ευσέβειας. Ο δίκαιος σέβεται τον νόμο του Θεού και τον τηρεί. Κι ο νόμος είναι η αγάπη. Είναι ο διπλός προσανατολισμός τόσο προς τον Θεό όσο και προς τον πλησίον. Και η αγάπη είναι σταυρός. Δεν είναι ωραία λόγια, αλλά απόφαση να μιμηθούμε τον Θεό, που τόσο μας αγαπά ώστε να ενανθρωπίσει.
«Δίκαιος» σημαίνει αυτός που εξετάζει τι είναι σωστό και τι όχι και επιλέγει στην ζωή του να μην πέφτει στην παγίδα να κρίνει τα πράγματα μόνο με βάση την δική του πρώτη εκτίμηση. Ακούει. Σκέπτεται. Ρωτά. Υπολογίζει. Διαβλέπει τις συνθήκες μέσα στις οποίες γίνονται τα γεγονότα της ζωής, πορευόμαστε οι άνθρωποι, τους χαρακτήρες, τον σκοπό της όποιας πορείας με τους άλλους, τον τρόπο που λειτουργούν οι ανθρώπινες σχέσεις και αποφασίζει όχι βιαστικά, αλλά με κριτήριο τι θα κάνει καλό και τι όχι ή τι θα κάνει περισσότερο καλό από ό,τι κακό.
«Δίκαιος» σημαίνει αυτός που δεν τιμωρεί άμετρα. Δεν οδηγεί τον άλλον στην απόγνωση, αλλά με κριτήριο την αλήθεια, τον βοηθά να έλθει εις εαυτόν. Ο δίκαιος δεν χρησιμοποιεί την εξουσία υπέρ του, για να παρηγορηθεί επειδή οι άλλοι δεν τον υπολογίζουν. Χρησιμοποιεί την εξουσία για να δείξει τα όρια, χωρίς όμως να μηδενίσει τον άλλον. Γι’ αυτό και Ο Ιωσήφ, όταν διαπιστώνει ότι η Παναγία είναι έγκυος και γνωρίζει καλά ότι το παιδί δεν είναι δικό του, δεν σκέπτεται να την διαπομπεύσει διά του λιθοβολισμού ή του δημόσιου διασυρμού, όπως όριζε ο ιουδαϊκός νόμος, αλλά να διαλύσει τον αρραβώνα χωρίς επίσημη διαδικασία. Να της δώσει δηλαδή την ευκαιρία να ζήσει και να μεγαλώσει το παιδί της, χωρίς όμως να εξευτελισθεί και ο ίδιος. Ακολουθεί δηλαδή το όριο που ισορροπεί μεταξύ της ανθρώπινης δικαιοσύνης και της προσωπικής αγάπης και τρυφερότητας.
«Δίκαιος» σημαίνει τελικά αυτός που συγχωρεί τον άλλον, όσο κι αν η συμπεριφορά του είναι προσβλητική. Συγχωρώ σημαίνει ότι θεωρώ πως ο Θεός επιτρέπει να συμβούν ορισμένα πράγματα στην ζωή μου, προς ταπείνωσίν μου, και δεν ανταποδίδω το κακό που μου γίνεται, αλλά προσπαθώ να προχωρήσω με αγάπη για τον πλησίον μου. Άλλωστε στην ίδια παγίδα μπορώ να πέσω κι εγώ και αυτό είναι εύκολο, διότι οι άνθρωποι πειραζόμαστε τόσο από τον λογισμό μας, όσο και από τον διάβολο, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να δούμε καθαρά. Ο δίκαιος όμως έχει ως κριτήριο την καρδιά και όχι την ανταπόδοση που ζητά ο νους.
Γιατί όμως μας είναι δύσκολο να γίνουμε «δίκαιο», τουτέστιν άνθρωποι καλοσύνης;
Διότι θεωρούμε ότι είμαστε. Αντί να στρέφουμε τον προβληματισμό μας εντός μας, κοιτούμε τους άλλους και τους κρίνουμε. Αντί να ζητούμε με την προσευχή στον Θεό εμείς να γινόμαστε άνθρωποι της διακριτικότητας και της αγάπης, επιλέγουμε να θέλουμε να επιβάλλουμε το σωστό στον κόσμο και να αρνούμαστε την ελευθερία του άλλου. Αντί να σκεφτόμαστε τα δικά μας λάθη, ασχολούμαστε συνεχώς με τα λάθη των άλλων. Και όταν ζητάς από τους άλλους, εύκολα θα απογοητευθείς.
Ο Ιωσήφ είναι ένα ουσιαστικά σιωπηλό πρόσωπο στην ιστορία της ενανθρώπισης. Αγαπά διακριτικά. Δεν βιάζεται να υλοποιήσει τον δίκαιο λογισμό του. Εμπιστεύεται τα μηνύματα του Θεού. Και είναι συνεχώς έτοιμος να αλλάξει την ζωή του χάριν της αγάπης προς το παιδίον Ιησούν. Να γίνει πρόσφυγας και ο ίδιος. Να συγχωρέσει, να προστατέψει, να αγαπήσει, να στηρίξει. Ας παραδειγματιστούμε κι ας ξεκινήσουμε από τον εαυτό μας την εκζήτηση και τον αγώνα για καλοσύνη! Αυτήν του Θεού!
Κέρκυρα, 23 Δεκεμβρίου 2018